- Πατρίδα μου - http://www.patridamou.gr -

Το Θρακικό ζήτημα

Στο συνέδριο της Ειρήνης του Παρισιού (Ιανουάριος 1919 – Ιανουάριος 1920) ο Βενιζέλος, εκπροσωπώντας την ελληνική πλευρά, ζήτησε με υπόμνημα από τους συμμάχους (30 Δεκεμβρίου 1918) την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στη Βόρεια Ήπειρο, στη Δυτική Θράκη, στη Δυτική Μικρά Ασία (από τη Μάκρη έως την Προποντίδα), στην Ίμβρο, στην Τένεδο, στο Καστελόριζο, στη Δωδεκάνησο και στην Κύπρο. Στο παράρτημα του σχετικού υπομνήματος του Ελ. Βενιζέλου προς τους συμμάχους παρεμβαλλόταν στατιστικοί πίνακες, οι οποίοι προσδιόριζαν την αριθμητική δύναμη του ελληνικού στοιχείου στο βιλαέτι Αδριανουπόλεως σε 366.363 (Μουσουλμάνοι 508.311, Βούλγαροι 107.843, Αρμένιοι 24.060, Εβραίοι 19.300 και διάφοροι 1.096) και στο βιλαέτι Κωνσταντινουπόλεως σε 364.459 (Μουσουλμάνοι 449.114, Βούλγαροι 4.331, Αρμένιοι 159.193, Εβραίοι 46.521, διάφοροι 150.055).

Οι ελληνικές διεκδικήσεις για τη Θράκη στο συνέδριο της ειρήνης του Παρισιού αφορούσαν τη γεωγραφική ζώνη, που οριοθετούσαν από μία ευθεία, η οποία άρχιζε από την κορυφή του όρους Κούλα, κατευθυνόταν παράλληλα με τον ποταμό Άρδα μέχρι την Αδριανούπολη και ακολουθούσε τον ποταμό Τούνζα έως το σημείο που συναντούσε τα τουρκοβουλγαρικά σύνορα του 1913 και από εκεί οδηγούσε μέχρι τον Άγ. Στέφανο. Στην αρχή οι διπλωματικοί εκπρόσωποι της Αγγλίας, της Γαλλίας και των Η.Π.Α. συμφώνησαν να παραχωρηθεί ολόκληρη η Δυτική Θράκη στην Ελλάδα με την προϋπόθεση ότι η Βουλγαρία θα αποκτούσε οικονομική έξοδο στο Αιγαίο, στο Δεδέαγατς, στην Καβάλα ή στη Θεσσαλονίκη. Αποδεκτές έγιναν σε γενικές γραμμές από τις μεγάλες δυνάμεις και οι ελληνικές αξιώσεις στην Ανατολική Θράκη. Παρόλ? αυτά, η αιφνίδια μεταβολή των απόψεων των εκπροσώπων της αμερικανικής πλευράς, που παρατηρήθηκε τον Μάρτιο του 1919, αλλά και η ένθερμη υποστήριξη της Ιταλίας προς τις βουλγαρικές επιδιώξεις για λόγους σκοπιμότητας, περιέπλεξαν τα πράγματα και οδήγησαν τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου την αμερικανική πλευρά να διατυπώσει επίσημα τις προτάσεις της που ήθελαν τη Δυτική Θράκη βουλγαρική.

 Χάρη στους επιδέξιους χειρισμούς του Ελ. Βενιζέλου επιτεύχθηκε λίγο αργότερα η ιταλική υποστήριξη στο θρακικό ζήτημα, έπειτα μάλιστα από σχετική συμφωνία με τον Ιταλό πρωθυπουργό Τιττόνι (29 Ιουλίου 1919), γεγονός το οποίο ξάφνιασε την αμερικανική πλευρά και επανατοποθέτησε ανάλογα τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Έτσι η αγγλική πρόταση που αφορούσε τη δημιουργία αυτόνομου θρακικού κράτους μέσα στα ελληνικά όρια (Αύγουστος 1919), απορρίφθηκε από την αμερικανική αντιπροσωπεία. Ωστόσο οι γαλλικές θέσεις, οι οποίες ευνοούσαν την ίδρυση ελευθέρου κράτους στο Δεδέαγατς (με την ύπαρξη διαδρόμου κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής, που θα συνέδεε την Αλεξανδρούπολη με την Αδριανούπολη) έγιναν δεκτές με επιφύλαξη και προκάλεσαν ορισμένες αντιπροτάσεις τόσο εκ μέρους των Αμερικανών – οι Αμερικανοί ζητούσαν να περιληφθούν σ? αυτό το κράτος τουλάχιστο και οι περιοχές της Δυτικής Θράκης με ισχυρές βουλγαρικές μειονότητες – όσο και εκ μέρους του Ελ. Βενιζέλου. Τη συμβιβαστική αυτή λύση, που σήμαινε πως η Ελλάδα θα προσαρτούσε την Ανατολική Θράκη και ένα τρίγωνο μεταξύ ελληνικών συνόρων, Αιγαίου και Μάκρης, δεχόταν ο Βενιζέλος, με την προϋπόθεση ότι τα δυτικά σύνορα του κράτους της Κωνσταντινούπολης δεν θα ήταν η γραμμή Αίνου – Μήδειας, αλλά μία γραμμή από τον κόλπο του Ξηρού έως ένα σημείο της ακτής της Μαύρης Θάλασσας (περίπου 15 χιλιόμετρα νότια της Μήδειας).

Ενώ προσέγγιζε η οριστική συμφωνία για τη Θράκη, την τελευταία στιγμή ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος Wilson πρότεινε να δοθεί στην Ελλάδα μόνο η περιοχή Ξάνθης – Κομοτηνής (το 1/8 μόνο της Δυτικής Θράκης), ενώ η υπόλοιπη Βορειοδυτικά Θράκη θα ενσωματωνόταν στη Βουλγαρία και η Νοτιοδυτική μαζί με ολόκληρη την Ανατολική θα αποτελούσε τμήμα του κράτους της Κωνσταντινουπόλεως. Η αμερικανική πρόταση απορρίφθηκε από την αγγλογαλλική πλευρά και το θρακικό παρέμεινε άλυτο. Η Δυτική Θράκη τέθηκε κάτω από διασυμμαχική διοίκηση. Στις 18 Οκτωβρίου 1919 η 9η ελληνική Μεραρχία με επικεφαλής τον υποστράτηγο Λεοναρδόπουλο, καταλάμβανε την περιοχή της Ξάνθης και λίγες μέρες αργότερα οι γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις με το στρατηγό Charpy γινόταν κάτοχοι της υπόλοιπης Δυτικής Θράκης. Η Δυτική Θράκη διαιρέθηκε σε τρεις διοικητικούς “κύκλους”, της Ξάνθης, της Γκιουμουλτζίνας και του Καραγάτς (Ορεστιάδας), με στρατιωτικούς διοικητικές το στρατηγό Λεοναρδόπουλο και τους Γάλλους αξιωματικούς Dove και Roudeney. Οι τρεις αυτοί διοικητικοί “κύκλοι” υποδιαιρέθηκαν σε 6 υποδιοικήσεις, στις οποίες διορίσθηκε μεικτό σώμα από Γάλλους στρατιωτικούς και Έλληνες και Τούρκους πολιτικούς διοικητικούς εκπροσώπους. Παράλληλα συγκροτήθηκαν “επιτροπές διαιτησίας”, στις οποίες συμμετείχαν εκπρόσωποι των κοινοτήτων για το διακανονισμό της επιστροφής των ελληνικών περιουσιών στους Έλληνες πρόσφυγες που επέστρεφαν.

 Έπειτα από εξουσιοδότηση του αρχιστρατήγου των συμμαχικών δυνάμεων στην Ανατολή Franchet d? Esperey, ο στρατηγός Charpy ασκούσε την διοίκηση της Δυτικής Θράκης. Η διοικητική οργάνωση της Δυτικής Θράκης πραγματοποιήθηκε από ένα Πολιτικό και Διοικητικό Συμβούλιο, στο οποίο αντιπροσωπεύονταν Τούρκοι, Έλληνες, Αρμένιοι και Ισραηλίτες και του οποίου η αρμοδιότητα ήταν καθαρά συμβουλευτική. Με διάφορα διατάγματα ρυθμίστηκε το εκκλησιαστικό και το εκπαιδευτικό ζήτημα – άσκηση κάθε λατρείας θα ήταν ελεύθερη -, ορίσθηκε ο χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους, ολοκληρώθηκε ο οργανισμός και οι δικαιοδοσίες των δικαστηρίων, αναδιοργανώθηκαν οι οικονομικές υπηρεσίες, ανασυγκροτήθηκε το προσωπικό τους, αυξήθηκαν οι εισπράξεις του δημοσίου και δημεύθηκαν οι περιουσίες Ελλήνων και Τούρκων, οι οποίοι είχαν αποχωρήσει από τη Δυτική Θράκη.

Την προάσπιση των ελληνικών συμφερόντων κατά τη λεπτότερη φάση της νεότερης ιστορίας της Δυτικής Θράκης ανάλαβε την εποχή εκείνη ο στενός συνεργάτης του Ελ. Βενιζέλου, ο Χαρίσιος Βαμβακάς, άλλοτε μέλος της οθωμανικής Βουλής. Ο Βαμβακάς εργάστηκε σθεναρά στην Κομοτηνή για την αποτροπή της διάδοσης της ιδέας για την αυτονομία της Δυτικής Θράκης. Η προπαγάνδα της αυτονομίας της Δυτ. Θράκης κάτω από τη γαλλική προστασία καλλιεργήθηκε έντονα κατά την περίοδο της διασυμμαχικής κατοχής. Στην κίνηση αυτή πρωτοστατούσε ο στασιαστής Τσαφέρ Ταγιάρ. Η αυτονομιστική κίνηση σε ολόκληρη τη Θράκη διέθετε ισχυρά ερείσματα ανάμεσα στους δυσαρεστημένους από τις επιπτώσεις του πολέμου, Τούρκους, Εβραίους, Αρμένιους, Βουλγάρους και Λεβαντίνους.

 Ο Χαρίσιος Βαμβακάς πάλεψε με σθένος για το άνοιγμα των ελληνικών εκκλησιών, την τόνωση της ελληνικής παιδείας και την ανάδειξη Έλληνα προέδρου, του Έμμ. Δουλά, στο Ανώτατο Συμβούλιο των Αντιπρωσώπων που απαρτιζόταν από 5 Έλληνες, 5 Μουσουλμάνους, 2 Βουλγάρους, 1 Εβραίο, 1 Αρμένιο και 1 Λεβαντίνο και το οποίο εισηγούνταν τα κυβερνητικά μέτρα. Η κατάσταση υπήρξε εξαιρετικά κρίσιμη για τον ελληνισμό της Δυτικής Θράκης. Φανατικοί Τούρκοι με επικεφαλής τον Ισμαήλ Χακήμπεη και Βούλγαροι με τον Γκεορκίεφ αποδύονταν σε μια σκληρή προσπάθεια για την καλλιέργεια της ιδέας της αυτονομίας της Θράκης, χρησιμοποιώντας δυναμικά μέσα και μοιράζοντας όπλα σε μουσουλμανικούς και βουλγαρικούς πληθυσμούς. Ωστόσο τις απεγνωσμένες προσπάθειες του Ισμαήλ Χακήμπεη στην Ξάνθη και την Κομοτηνή για αυτονομία δεν συμμεριζόταν όλοι οι τουρκικοί κύκλοι. Άλλοι είχαν ταχθεί υπέρ της επαναπροσέγγισης με το ελληνικό στοιχείο, όπως οι βουλευτές Νεδήμ και Τεφήκ, άλλοι επιδίωκαν την αυτονομία μόνο της Δυτικής Θράκης, άλλοι και των δύο τμημάτων (Ανατολικής και Δυτικής Θράκης) και άλλοι προέβλεπαν σε μια βουλγαροτουρκική σύμπραξη για την επίλυση του θρακικού ζητήματος.

 Οι προσπάθειες του Χαρ. Βαμβακά αποσκοπούσαν στην άσκηση πίεσης για τη διαφοροποίηση της γαλλικής στάσης, που υποστήριζε σε μεγάλο βαθμό τις βουλγαρικές ενέργειες. Οι Βούλγαροι είχαν διεισδύσει στις κεντρικές αρχές της Διασυμμαχικής Θράκης και επηρέαζαν τις αποφάσεις των Γάλλων. Η δομή του υπάρχοντος διοικητικού συστήματος της Δυτικής Θράκης διευκόλυνε τη βουλγαρική επιρροή, εφόσον οι Γάλλοι αποτελούσαν τα διευθυντικά στελέχη και πολλοί υπάλληλοι προέρχονταν από το βουλγαρικό στοιχείο.

Η σταδιακή αλλά συστηματική παλιννόστηση των Ελλήνων προσφύγων στη Δυτική Θράκη άρχισε βαθμιαία να προσδίδει και πάλι ελληνικό χαρακτήρα στον γεωγραφικό αυτό χώρο, γεγονός που συνδυαζόταν με την ανάλογη φυγή των βουλγαρικών πληθυσμών. Η αποχώρηση του βουλγαρικού στοιχείου προκαλούσε ένταση των βουλγαρικών ενεργειών. Τούρκοι φανατικοί διέδιδαν ότι η Δυτική Θράκη επρόκειτο να επανακτηθεί από τη Βουλγαρία και προέβαιναν σε δολοφονικές ενέργειες Ελλήνων στα Μάλγαρα, στο Ουζούν – Κιουπρού (Μακρά Γέφυρα), στην Αίνο, στα Ύψαλα, στην Κεσσάνη και στην Καλλίπολη. Σε συνεργασία με τον Αθ. Σπανό, ο Χ. Βαμβακάς επικέντρωσε την προσοχή του στην απομάκρυνση των πολυάριθμων Βουλγάρων υπαλλήλων, στην επιβολή πειθαρχίας ακόμη και ανάμεσα στους Έλληνες στρατιωτικούς, στην παράδοση των ελληνικών εκκλησιών της Κομοτηνής, του Διδυμοτείχου και του Σουφλίου και στη συστηματική επάνδρωση τους. Οι καθημερινές εξελίξεις μέσα στους κόλπους του πολυδιάστατου βαλκανικού ανταγωνισμού, που παρατηρούταν την εποχή εκείνη στη Θράκη, κορυφώθηκαν μετά το Φεβρουάριο του 1920, έπειτα από τις αλλεπάλληλες κινήσεις και επαφές Βουλγάρων κομιτατζήδων και Τούρκων κομιτατικών με τον Ταγάρ μπέη, αντιπρόσωπο του Μουσταφά Κεμάλ.

 Παρά τις μεμονωμένες αυτές κινήσεις, η μεγαλύτερη πλειοψηφία του μουσουλμανικού στοιχείου ήταν διατεθειμένη να δεχθεί την ελληνική κυριαρχία. Δεν έλειπαν βέβαια και τα παραδείγματα των φανατισμένων Νεότουρκων, οι οποίοι προσπαθούσαν να ξεσηκώσουν τα τουρκικά χωριά και να στρατολογήσουν 2.000 άντρες, για να αντιμετωπίσουν το βουλγαρικό στρατό.

Οι απελευθερωτικές επιχειρήσεις άρχισαν από τη στρατιά της Θράκης στις 14 Μαΐου του 1920. Η 9η Μεραρχία που στρατοπέδευσε στο ελεύθερο τρίγωνο της Ξάνθης με διοικητή τον στρατηγό Λεοναρδόπουλο, έφτασε σιδηροδρομικά στις 15 Μαίου στο Καραγάτς – Κουλελή Μπουργάζ (Πύθιο), η Μεραρχία Σερρών, η οποία βρισκόταν στην κοιλάδα του Νέστου με διοικητή τον Επ. Ζυμβρακάκη, κατέλαβε τις διαβάσεις προς τη Βουλγαρία και συγκεντρώθηκε στην Κομοτηνή, ενώ η Μεραρχία της Ξάνθης με διοικητή τον στρατηγό Κ. Μαράκη – Αινιάν αποβιβάστηκε στην Αλεξανδρούπολη. Λίγες μέρες αργότερα η Θράκη απελευθερωνόταν και τυπικά. Μετά την ένωση σχηματίστηκαν δύο νομοί στη Δυτική Θράκη. Ο νομός Ροδόπης περιέλαβε τις υποδιοικήσεις Κομοτηνής — στην υποδιοίκηση αυτή υπαγόταν και τμήμα του καζά Δαρή – Δερέ ? και Ξάνθης, στην οποία υπαγόταν και τμήμα του καζά Αχή-Τσελεμπή. Ο νομός Έβρου περιέλαβε τις υποδιοικήσεις Αλεξανδρουπόλεως (Δεδεαγάτς), Σουφλίου, Διδυμοτείχου, Κυψελών και Αίνου.

πηγή  http://alex.eled.duth.gr/Istoria/Thrace/Thrace.htm [1]