- Πατρίδα μου - http://www.patridamou.gr -

Γεώργιος Παπανδρέου

Γεώργιος Παπανδρέου

Γεώργιος Παπανδρέου

Ο Γεώργιος Παπανδρέου (18 Φεβρουαρίου 1888 – 1 Νοεμβρίου 1968) υπήρξε μία από τις πιο επιφανείς προσωπικότητες της νεότερης πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας. Πατέρας του Ανδρέα Παπανδρέου και παππούς του Γεωργίου Α. Παπανδρέου. Διετέλεσε αρκετές φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας, αν και για μικρό χρονικό διάστημα κάθε φορά, και απέκτησε το προσωνύμιο «Γέρος της Δημοκρατίας».

Ο Γεώργιος Παπανδρέου γεννήθηκε στο Καλέντζι της Αχαΐας και ήταν το τρίτο παιδί του ιερέα Ανδρέα Σταυρόπουλου και της συζύγου του Παγώνας. Δεν ευτύχισε να γνωρίσει τη μητέρα του η οποία απεβίωσε λίγους μήνες μετά τη γέννησή του. Ξεκίνησε τις σπουδές του στο τετρατάξιο σχολείο του χωριού του και στη συνέχεια στο Σχολαρχείο της γειτονικής Χαλανδρίτσας. Δύο χρόνια αργότερα και αφού ο πατέρας του μετατέθηκε στην Πάτρα γράφτηκε στο Γυμνάσιο της αχαϊκής πρωτεύουσας όπου ήδη φοιτούσε ο μεγαλύτερος αδερφός του, Νίκος. Το 1901 έχασε την αδερφή του, Μαγδαληνή, απο φυματίωση σε ηλικία μόλις 19 ετών. Την ίδια χρονιά αποφάσισε μαζί με τον αδερφό του να επισημοποιήσουν το επίθετο με το οποίο ήταν άλλωστε γνωστοί: Από Γεώργιος Σταυρόπουλος έγινε Γεώργιος Παπανδρέου.Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και πολιτικές επιστήμες στο Βερολίνο. Από νεαρός αναμίχθηκε στην πολιτική υποστηρίζοντας τον φιλελεύθερο Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος το 1916 τον διόρισε νομάρχη στην Λέσβο. Την περίοδο 1917-1920 διατέλεσε γενικός διευθυντής Χίου. Παντρεύτηκε την Πολωνίδα Σοφία Μινέικο με την οποία απέκτησε τον Ανδρέα Παπανδρέου που γεννήθηκε στην Χίο το 1919.

Κατά την πολιτική κρίση που δημιουργήθηκε με θέμα την είσοδο της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Παπανδρέου ήταν από τους σφοδρότερους υποστηρικτές του Βενιζέλου εναντίον του φιλογερμανού Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄. Όταν ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα, ο Παπανδρέου τον συνόδεψε στην Κρήτη κι έπειτα πήγε στην Λέσβο, όπου κινητοποίησε τους αντιμοναρχικούς υποστηρικτές του στα νησιά και υποστήριξε την επαναστατική κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας του Βενιζέλου στην Θεσσαλονίκη. Το 1921 επέζησε από μια απόπειρα δολοφονίας, ενώ το 1922 υποστήριξε την επανάσταση. Ο Παπανδρέου εκλέχτηκε βουλευτής με το κόμμα Φιλελευθέρων του Βενιζέλου και το 1923 ο Στυλιανός Γονατάς τον διόρισε Υπουργό Εσωτερικών. Αργότερα υπηρέτησε ως Υπουργός Εθνικής Οικονομίας με την κυβέρνηση Μιχαλακοπούλου. Η δικτατορία του Πάγκαλου τον εξόρισε. Κατά την Α’ Δημοκρατία της περιόδου 1924-1935 υπηρέτησε ως Υπουργός Παιδείας επί Βενιζέλου (1930-1932) και Υπουργός Συγκοινωνιών το 1933 πάλι με την κυβέρνηση Βενιζέλου. Το 1935 ίδρυσε το “Δημοκρατικό κόμμα” το οποίο μετονομάστηκε αργότερα σε “Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό”.

Ως σταθερός πολέμιος της μοναρχίας εξορίστηκε το 1936 στην Άνδρο και στα Κύθηρα από τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά. Κατά την κατοχή της Ελλάδας από τους Γερμανούς στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο συνελήφθη στις αρχές του 1942 από τους Ιταλούς και φυλακίστηκε για ένα τρίμηνο στις φυλακές Αβέρωφ. Το 1944 αποφάσισε να συνταχθεί με τη βασιλική εξόριστη κυβέρνηση στην Αίγυπτο και οργάνωσε το συνέδριο του Λιβάνου (Μάιος 1944), όπου αποφασίστηκε ο σχηματισμός κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητας (Μάιος 1944) με συμμετοχή όλων των πολιτικών παρατάξεων υπό την πρωθυπουργία του. Τον Οκτώβριο του 1944, αμέσως μετά την απελευθέρωση και την συμφωνία της Καζέρτας, επέστρεψε στην Ελλάδα, αλλά μετά τα Δεκεμβριανά παραιτήθηκε από πρωθυπουργός.

Μετά το 1946 συνέχισε την πολιτική του καριέρα ως βουλευτής Αχαΐας υπηρετώντας ως Υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Τάξης και Συντονισμού με την κυβέρνηση Πλαστήρα το 1950 και Σοφοκλή Βενιζέλου το 1951. Διαφώνησε με τον Πλαστήρα και την συμφιλιωτική πολιτική του (απόλυση εξορίστων κλπ.) θεωρώντας ότι εξέθρεφε τον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Στις εκλογές του 1952 συνεργάστηκε με τον Παπάγο, που κατήλθε στις εκλογές ως αρχηγός της συντηρητικής παράταξης. Τον Απρίλιο του 1953 όμως μετά την υποτίμηση της δραχμής από τον τότε Υπουργό Συντονισμού Σπυριδωνα Μαρκεζίνη αποχώρησε από τον Ελληνικό Συναγερμό του Παπάγου, επανίδρυσε το κόμμα του και το συγχώνευσε στο κόμμα Φιλελευθέρων αναλαμβάνοντας συναρχηγός του τελευταίου με τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Κατά τη δεκαετία του 1950 ο Παπανδρέου παρέμεινε στην αντιπολίτευση ενώ η συντηρητική παράταξη αύξανε την απήχησή της.

Το 1961 αναβίωσε τον ελληνικό φιλελευθερισμό ιδρύοντας το κόμμα “Ένωση Κέντρου”, ένα συνασπισμό των παλιών φιλελεύθερων Βενιζελικών και απογοητευμένων συντηρητικών. Στις εκλογές του ίδιου χρόνου εξασφάλισε το 1/3 των εδρών της Βουλής και έγινε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Κατήγγειλε τα αποτελέσματα των εκλογών ως νοθευμένα κατηγορώντας το παρακράτος για διπλοψηφίες και άλλες παρεμβάσεις κάνοντας λόγο για εκλογές «βίας και νοθείας». Τότε, ξεκίνησε πολιτικό αγώνα εναντίον της ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή για την διενέργεια νέων εκλογών, που έμεινε γνωστός στην ιστορία ως «ανένδοτος αγών».

Το κόμμα του κέρδισε τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου του 1963 με ποσοστό 42,04%. Έχοντας 138 έδρες, σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας με τη στήριξη της Ε.Δ.Α., που είχε 28 έδρες. Ωστόσο, ο Παπανδρέου επιθυμούσε αυτοδύναμη πλειοψηφία και έτσι υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησης αμέσως μετά την εξασφάλιση ψήφου εμπιστοσύνης. Στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964 η Ένωση Κέντρου κέρδισε με το 52,8% των ψήφων και 171 έδρες. Η προοδευτική πολιτική του, όπως και ο ευδιάκριτος ρόλος που έπαιζε ο γιος του Ανδρέας, ξεσήκωσαν την αντιπολίτευση των συντηρητικών κύκλων. Ορισμένα από τα μέτρα που πήρε η κυβέρνησή του ήταν η αποφυλάκιση πολιτικών κρατουμένων, η ρύθμιση των αγροτικών χρεών και η καθιέρωση της δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Προσπάθησε να ανακτήσει τον έλεγχο του στρατού και της αστυνομίας παραγκωνίζοντας τους ακροδεξιούς και τους παρακρατικούς, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Παράλληλα μείωσε τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους στις ιδέες και τα φρονήματα.

Κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του ότι τα μέτρα αυτά (τα οικονομικά) ήταν εφικτά λόγω της ανθηρής οικονομίας που είχε κληροδοτήσει η πρωθυπουργία Καραμανλή. Από την άλλη η οκταετία Καραμανλή είχε μεν επιτύχει ανθηρά οικονομικά μεγέθη, το εισόδημα όμως των χαμηλότερων τάξεων είχε παραμείνει για χρόνια στάσιμο.

Πάντως, αν και φιλελεύθερων αντιλήψεων, ήταν σαφώς αντικομμουνιστής και μεταπολεμικά έδινε «διμέτωπο αγώνα» όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά έλεγε κατά της Δεξιάς και κατά του Κομμουνισμού. Ως Πρωθυπουργός συνέχισε πολλές από τις πρακτικές των προκατόχων του όσον αφορά την αντιμετώπιση του κομμουνισμού. Διατήρησε την απαγόρευση του ΚΚΕ. Στις 11 Μαρτίου του 1965 εξέδωσε ως Πρωθυπουργός και Υπουργός Παιδείας την εγκύκλιο 1010, η οποία απευθυνόταν στους επιθεωρητές Μέσης Εκπαίδευσης και εφιστούσε την προσοχή τους στον κίνδυνο προσεταιρισμού μαθητών από την Κομμουνιστική Νεολαία Λαμπράκη. Στην εγκύκλιο αυτή, αφού επαναλάμβανε ότι «Ο Κομμουνισμός είναι εχθρός του Έθνους και της Δημοκρατίας», καθιστούσε τους καθηγητές υπεύθυνους για τον «εθνικό φρονηματισμό» των μαθητών, ξεκαθάριζε ότι καθηγητές διαφορετικών φρονημάτων δεν είχαν θέση στην εκπαίδευση και ζητούσε από τους επιθεωρητές να του υποβάλλουν στο τέλος κάθε μήνα εμπιστευτική έκθεση.

Στην αρχή ως Υπουργός Εσωτερικών το 1950 αντιτάχθηκε στον κυπριακό αγώνα κατά των Βρετανών και υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα. Συγκεκριμένα στις 23 Ιουνίου 1950 σε συνάντησή του με τον δήμαρχο Λευκωσίας Θεμιστοκλή Δέρβη είπε: «η Ελλάς αναπνέει με δύο πνεύμονες, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν, και δι’ αυτό δεν ημπορεί να πάθει ασφυξίαν λόγω του Κυπριακού». Στη συνέχεια όμως από τα έδρανα της αντιπολίτευσης άλλαξε πλεύση και απέρριψε στις Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1959, με τις οποίες δημιουργήθηκε το κράτος της Κύπρου, επειδή προέβλεπαν ανεξαρτησία και όχι ένωση με την Ελλάδα. Ως πρωθυπουργός το 1964 μετά από επεισόδια μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων στο νησί έστειλε μια ελληνική μεραρχία για τη διατήρηση της τάξης. Ήρθε σε σύγκρουση όμως με τον Μακάριο, επειδή υποστήριξε το σχέδιο Άτσεσον, το οποίο στη μια εκδοχή του προέβλεπε τη διπλή ένωση, δηλ. ενός μέρους της Κύπρου με την Ελλάδα και ενός άλλου με την Τουρκία, κάτι που ο Μακάριος απέρριπτε κατηγορηματικά ως διχοτόμηση, και στην άλλη την ένωση με την Ελλάδα και εκμίσθωση της Καρπασίας στην Τουρκία με παράλληλη παραχώρηση και του Καστελλόριζου. Η δεύτερη εκδοχή απορρίφθηκε από το Μακάριο και στη συνέχεια και από την Τουρκία.

Κατά τη διακυβέρνησή του, προέκυψαν διαμάχες με τον νεαρό βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄, ο οποίος ακολουθούσε την παραδοσιακή πολιτική του Παλατιού και αναμιγνυόταν ενεργά στις υποθέσεις του στρατεύματος. Η διαφωνία τους κορυφώθηκε το καλοκαίρι του 1965 και ο Παπανδρέου εξαναγκάστηκε σε παραίτηση στις 15 Ιουλίου 1965 λόγω της άρνησης του βασιλιά να του επιτρέψει να αναλάβει την ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Αυτή υπήρξε η αρχή μιας περιόδου πολιτικής ανωμαλίας που συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια οδηγώντας τελικά στο πραξικόπημα της 21 Απριλίου 1967. Ο Κωνσταντίνος διόρισε πρωθυπουργό τον Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα με υπουργούς βουλευτές της Ένωσης Κέντρου που αποστάτησαν. Η νέα κυβέρνηση όμως δεν είχε πλειοψηφία στην Βουλή, οπότε σχηματίστηκε άλλη κυβέρνηση υπό τον Ηλία Τσιριμώκο.

Αυτή η κυβέρνηση αλλά και οι επόμενες δεν είχαν την εμπιστοσύνη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και, γι’ αυτό, ήταν ασταθείς, ενώ ο Παπανδρέου είχε κηρύξει τον δεύτερο “ανένδοτο” αγώνα. Το 1967, και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, στις 21 Απριλίου αξιωματικοί του στρατού υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου κατέλαβαν την εξουσία με πραξικόπημα και καθ’ υπόδειξή τους την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Κόλλιας. Η επταετής περίοδος που ακολούθησε έγινε γνωστή ως η δικτατορία της Χούντας των Συνταγματαρχών. Ο Γ. Παπανδρέου τέθηκε σε περιορισμό στο σπίτι του στο Καστρί όπου και πέθανε το 1968. Η κηδεία του από τη Μητρόπολη της Αθήνας αποτέλεσε ορόσημο στον αντιχουντικό αγώνα, καθώς συγκέντρωσε πολύ κόσμο και έγινε αφορμή για την πρώτη μαζική λαϊκή διαμαρτυρία κατά της δικτατορίας.

πηγή http://el.wikipedia.org [1]