Ο βομβαρδισμός της Κέρκυρας από την Ιταλία
Είμαστε στο 1923 και η χώρα μας προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της από τη νωπή ακόμη Μικρασιατική Καταστροφή, να επανακτήσει το κύρος της πολιτικά, να ορθοποδήσει οικονομικά και να αφομοιώσει κοινωνικά τη νέα πραγματικότητα με τους χιλιάδες πρόσφυγες στο έδαφός της. Στην κυβέρνηση βρίσκεται η στρατιωτική επανάσταση με αρχηγό τον Νικόλαο Πλαστήρα και πρωθυπουργό τον Στυλιανό Γονατά, η οποία είχε δικάσει και εκτελέσει τους έξι πολιτικούς και στρατιωτικούς που είχαν θεωρηθεί υπεύθυνοι για την εθνική τραγωδία.Παράλληλα, όλοι προσπαθούν να κατανοήσουν τις πλήρεις συνέπειες που θα έφερνε για τη χώρα η συνθήκη της Λοζάννης, η οποία είχε υπογραφεί μόλις έναν μήνα πριν, τον Ιούλιο του 1923.
Σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο είχε συσταθεί μια διεθνής επιτροπή διαχάραξης των ελληνοαλβανικών συνόρων, η οποία θα όριζε τα νότια σύνορα του νέου κράτους της Αλβανίας. Σε αυτή την επιτροπή υπήρχε από ένας εκπρόσωπος από την Ελλάδα, την Ιταλία, την Αλβανία, την Αγγλία και τη Γαλλία. Στις 26 Αυγούστου, ενώ οι εκπρόσωποι των ιταλών αναχωρούσαν οδικώς από την Ελλάδα, το αυτοκίνητό τους δέχτηκε επίθεση από αγνώστους ενόπλους, οι οποίοι εκτέλεσαν εν ψυχρώ όλους τους εκπρόσωπους της ιταλικής πλευράς, μέσα σε ελληνικό έδαφος, πέντε χιλιόμετρα πριν από τα αλβανικά σύνορα.
Όπως ήταν φυσικό, ξέσπασε σάλος σε Ελλάδα και Ιταλία, μια και όχι μόνο απουσίαζαν οι ένοχοι, αλλά δεν μπορούσε να βρεθεί ούτε το κίνητρο για μια τέτοια ενέργεια. Κάποιοι απέδωσαν την πράξη σε συμμορίες ληστών που κυκλοφορούσαν ανεξέλεγκτοι στην επαρχία αλλά και στα προάστια της Αθήνας, αλλά τα θύματα αυτή τη φορά δεν είχαν ληστευτεί.
Από ό,τι φάνηκε στη συνέχεια, η λύση του μυστηρίου δεν θα ήταν αστυνομική, αλλά πολιτική. Στην Ιταλία, από τον Νοέμβριο του 1922, είχε γίνει πρωθυπουργός ο αρχηγός της φασιστικής παράταξης Μπενίτο Μουσολίνι. Η μεγαλομανία του Ντούτσε τον οδηγεί να συνεχίσει την ιμπεριαλιστική πολιτική που ακολουθούσαν οι ιταλικές κυβερνήσεις από τα τέλη του 19ου αιώνα, άλλοτε με πολέμους στην Αιθιοπία και τη Λιβύη, άλλοτε προσπαθώντας να εκμεταλλευτούν τις πολιτικές συγκυρίες, με την ιταλική κατοχή στα Δωδεκάνησα, και άλλοτε προσπαθώντας να διεισδύσουν στα Βαλκάνια, μέσω Ελλάδας ή μέσω Αλβανίας.
Οι ένοχοι των δολοφονιών δεν βρέθηκαν ποτέ, αλλά ουσιαστικά μόνο η φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι έδειχνε να είναι ωφελημένη από μια τέτοια αναταραχή. Αυτό απέδειξαν οι πράξεις της στη συνέχεια.Στις 29 Αυγούστου ο ιταλός πρέσβης στην Αθήνα δίνει τελεσίγραφο 24 ωρών στην ελληνική κυβέρνηση, με το οποίο ζητούσε, εκτός από διάφορα τελετουργικά που είχαν να κάνουν με τη μεταφορά των θυμάτων, ιταλική συμμετοχή στις έρευνες για τους δολοφόνους, εκτέλεση των ενόχων, αλλά και αποζημίωση 50 εκατομμυρίων ιταλικών λιρετών στην ιταλική πλευρά, ποσό τεράστιο για την εποχή.
Παρά το 24ωρο τελεσίγραφο, η επαναστατική κυβέρνηση δεν φάνηκε να ανησυχεί και ήταν καθησυχαστική προς όλους, μια και πίστευε ότι, σε περίπτωση μη αποδοχής των ιταλικών όρων, το χειρότερο που θα μπορούσαν να κάνουν οι ιταλοί θα ήταν να καταφύγουν στις διεθνείς νόμιμες διαδικασίες. Έτσι, αποδέχτηκε εν μέρει κάποιους όρους, αρνούμενη όμως να εφαρμόσει τα σημαντικότερα για τους ιταλούς σημεία:«Η ελληνική κυβέρνησις απέρριψε τα αιτήματα 4ον, 5ον και 6ον, τα αφορώντα την παράστασιν του στρατιωτικού ακολούθου της ιταλικής πρεσβείας κατά την ενέργειαν των ανακρίσεων, την διαβεβαίωσιν της ελληνικής κυβερνήσεως εκ των προτέρων ότι οι ένοχοι θέλουσι καταδικαστεί εις θάνατον και την πληρωμήν ως ποινήν τη ιταλική κυβερνήσει 50 εκατομμυρίων λιρετών, καθόσον τα τρία ταύτα αιτήματα θίγουσι την τιμήν και την κυριαρχίαν του ελληνικού κράτους».
Αλλά ο Μουσολίνι δεν φαινόταν να έχει καμία διάθεση για διαπραγματεύσεις, αφού το σχέδιό του για κλιμάκωση της έντασης προχωρούσε κανονικά. Κατα αυτόν, η διπλωματία είχε τελειώσει τη δουλειά της και πλέον έπρεπε να μιλήσουν τα όπλα. Έτσι, στις 31 Αυγούστου, κατάπληκτοι οι κάτοικοι της Κέρκυρας, έβλεπαν το όμορφο νησί τους να είναι περικυκλωμένο από τον ιταλικό στόλο. Ήταν τέτοια η ελληνική μακαριότητα, ώστε, ακόμη και τότε, κανείς κάτοικος ή αρχή της πόλης δεν προβληματίστηκε με αυτόν τον ξαφνικό ναυτικό αποκλεισμό και πίστεψαν ότι τα πλοία βρίσκονταν εκεί για άσκηση. Εξάλλου η Κέρκυρα με τη συνθήκη του 1864 ήταν διεθνώς αναγνωρισμένη ως ουδέτερη ζώνη.Ο αιφνιδιασμός των κερκυραίων ολοκληρώθηκε όταν στο νησί αποβιβάστηκε ιταλός εκπρόσωπος, ο οποίος ουσιαστικά ζητούσε την παράδοση της πόλης μέσα σε μισή ώρα.
«Κατά διαταγήν της κυβερνήσεως της Α.Μ. του Βασιλέως της Ιταλίας θα προβώ στην ειρηνική κατάληψη της νήσου Κέρκυρας. Αν εκ μέρους σας ή οιασδήποτε άλλης πολιτικής ή στρατιωτικής αρχής προβληθεί αντίσταση ή δυσχέρειες, θα προβώ στην κατάληψή της διά της βίας. Η κατάληψη θα αρχίσει 30 λεπτά της ώρας μετά την επίδοση του παρόντος και, αφού εκπνεύσει αυτή η προθεσμία, αν ο απεσταλμένος μου δεν επιστρέψει στο πλοίο μου ή αν δεν γίνουν δεκτές στο ακέραιο όλες οι αξιώσεις που διατυπώνω, θα αρχίσω δράση μέσα από τις δυνάμεις που διαθέτω».
Οι ιταλοί όχι μόνο έδιναν τελεσίγραφο, αλλά και απαγόρευαν στις αρχές της πόλης κάθε επαφή με την κυβέρνηση στην Αθήνα. Στην αμήχανη και σύντομη μάζωξη των φορέων της Κερκύρας αποφασίζεται κάτι που θα έσωζε τυπικά την τιμή των όπλων του ανυπεράσπιστου στρατιωτικά νησιού: άρνηση υπακοής στο ιταλικό τελεσίγραφο, που συνοδευόταν όμως με ανοχή στην ιταλική εισβολή λόγω ελλείψεως τοπικών δυνάμεων.
Όμως ούτε και αυτή η απάντηση ήταν ανεκτή από τους ιταλούς, που ήταν αποφασισμένοι να δείξουν την πολεμική τους υπεροπλία έστω και αν χρειαζόταν να πολεμήσουν χωρίς αντίπαλο. Λίγη ώρα μετά την απάντηση των κερκυραίων άρχισαν οι κανονιοβολισμοί προς την πόλη, με τους κατοίκους της να βρίσκονται ακόμα και την ύστατη στιγμή στις παραλίες και τους δρόμους, διότι δεν φαντάζονταν ότι οι ιταλοί θα βομβάρδιζαν μια ανυπεράσπιστη πόλη. Το κλίμα δίνουν τα παρακάτω επείγοντα τηλεγραφήματα που στάλθηκαν προς την ελληνική κυβέρνηση, σε διάστημα ελάχιστης ώρας, από τον νομάρχη Ευριπαίο. Στο πρώτο ανακοινώνεται το τελεσίγραφο των ιταλών και στο δεύτερο ο βομβαρδισμός
Το πρώτο τηλεγράφημα: «Ιταλικός στόλος κατέπλευσε αξιώσας παράδοσιν πόλεως εντός ημισείας ώρας. Μη δυνάμενος μέχρι τούδε να επικοινωνήσω μεθ υμών και μη διαθέτων δύναμιν, ηναγκάσθην να λάβω πρωτοβουλίαν αρνούμενος τυπικώς την παράδοσιν, να μην προβάλω αντίστασιν, συμφωνούντος και του φρουράρχου. Αναμένω διαταγάς».
Το δεύτερο: «Όλως αιφνιδίως και αναιτίως, μολονότι ειδοποίησα υπευθύνως τον Ιταλόν στόλαρχον ότι δεν θα προβληθή αντίστασις, ήρχισε βομβαρδισμός της πόλεως. Σφοδρά πυρά ολοκλήρου του στόλου. Βάλλονται ισχυρώς φρούρια και γύρω περιοχαί. Θωρηκτά συμμετέχουν δια βαρέων πυροβόλων των».
Ενώ τον πολύνεκρο βομβαρδισμό ακολουθεί απόβαση ιταλών στρατιωτών και ανέβασμα της ιταλικής σημαίας στην πόλη, στην Αθήνα επικρατεί πανικός. Κανείς δεν είχε φανταστεί το μέγεθος των ιταλικών αντιποίνων και πλέον η χώρα, μόλις έναν χρόνο μετά την καταστροφή της Μικράς Ασίας, βρισκόταν να έχει υπό στρατιωτική κατοχή ένα τμήμα τής επικρατείας της.
Ο Νικόλαος Πλαστήρας αρχικά πέφτει στην παγίδα των ιταλών, που επιθυμούσαν ελληνική στρατιωτική απάντηση, ώστε στη συνέχεια η Κέρκυρα και όσα άλλα ελληνικά εδάφη θα εμπλέκονταν στη σύρραξη να θεωρηθούν τελικώς ιταλικά εδάφη κατακτημένα ύστερα από πόλεμο. Υποστηρίζει λοιπόν τη στρατιωτική απάντηση στην πρόκληση. Στη συνέχεια όμως πείθεται από τον μετριοπαθή Στυλιανό Γονατά, που υποστήριζε ότι η χώρα μόνο χαμένη θα έβγαινε από μια τόσο σύντομη νέα στρατιωτική αναμέτρηση, να ακολουθηθεί ο δρόμος του συμβιβασμού με προσφυγή στη διεθνή νομιμότητα.
Εν τω μεταξύ, στην Κέρκυρα η ιταλική εισβολή και κατοχή είχε ολοκληρωθεί αφήνοντας πίσω της πάνω από 15 νεκρούς αμάχους και δεκάδες τραυματίες, την ιταλική σημαία να κυματίζει παντού στην πόλη και τον ιταλικό στρατό να δημιουργεί συνεχώς νέες οχυρώσεις στο νησί, ενώ οι κάτοικοι της Κέρκυρας είχαν αρχίσει να αντιδρούν στη νέα ξαφνική πραγματικότητα. Οι ιταλοί έλεγαν ότι είχαν έρθει προσωρινά στο νησί, αλλά οι πράξεις τους έδειχναν το αντίθετο.
Όταν ο αμερικάνος συνταγματάρχης Στιβ Λόου, διευθυντής της Αμερικανικής Περιθάλψεως Εγγύς Ανατολής, που βρισκόταν τότε στην Κέρκυρα, άκουσε από τον ιταλό ναύαρχο ότι αυτή η ενέργεια δεν ήταν πολεμική πράξη, του απάντησε: «Εάν τούτο δεν είναι πόλεμος, δεν εννοώ τι ονομάζετε σεις πόλεμον, καθοτ ην στιγμήν τα νοσοκομεία μας είναι πλήρη νεκρών και τραυματιών με παιδιά και γέροντας».
Η προσφυγή μας στη συνέχεια στην Κοινωνία των Εθνών (τον ΟΗΕ της εποχής) μπορεί να καταρράκωσε διεθνώς το κύρος της χώρας για δεύτερη φορά μέσα σε λίγο διάστημα, μια και, πέφτοντας σε ένα κύμα αδιαφορίας της διεθνούς κοινότητας, ουσιαστικά αποδέχτηκε την ενοχή της για κάτι που δεν είχε κάνει και εφάρμοσε τελικά πλήρως το ταπεινωτικό τελεσίγραφο των ιταλών, αλλά διέσωσε την εδαφική ακεραιότητά της.
Τα σχέδια του Μουσολίνι έφταναν πολύ πιο μακριά από το νησί της Κέρκυρας και, αν μπαίναμε τότε σε αυτή την περιπέτεια, θα ήταν πολύ δύσκολο έστω και να συγκρατήσουμε τα εδαφικά μας κεκτημένα. Αντιθέτως, πληρώνοντας το δυσβάστακτο ποσό των 50 εκατομμυρίων λιρετών, «καταφέραμε» έστω να φύγουν από το νησί της Κέρκυρας οι ιταλοί στις 27 Σεπτεμβρίου 1923 και εμείς να πάρουμε ένα χρήσιμο μάθημα που δεν μας χρησίμευσε όμως και πολύ στη συνέχεια: ότι το διεθνές δίκαιο είναι ένα κουρελόχαρτο στα χέρια των ισχυρών του κόσμου.
πηγή http://www.topontiki.gr/Pontiki/index.php?option=com_content&task=view&id=1042&Itemid=53