Μαξιμιανούπολις-Μοσυνούπολις
Από τις σημαίνουσες πόλεις της Θράκης, από τους ρωμαϊκούς μέχρι τους υστεροβυζαντινούς χρόνους υπήρξε η Μαξιμιανούπολις. Κτισμένη στον κάμπο της Ροδόπης, 7 χλμ. δυτικά της Κομοτηνής, στον άξονα της Εγνατίας οδού παρουσιάζει διαχρονική σπουδαιότητα με διαφορετικές κατά εποχή ονομασίες: Παιζούλαι κατά την αρχαιότητα, Μαξιμιανούπολις στους ύστερους ρωμαϊκούς – παλαιοχριστιανικούς χρόνους, Μοσυνόπολις κατά τη μεσοβυζαντινή και την υστεροβυζαντινή περίοδο και Μεσσινέ Καλέ στους μεταβυζαντινούς χρόνους.
Για την ιστορία της πόλης στα παλαιοχριστιανικά χρόνια ελάχιστα γνωρίζουμε. Από τη μνεία δύο επισκόπων της πόλης στις οικουμενικές συνόδους των ετών 431 και 449 αντίστοιχα συνάγεται ότι υπήρξε έδρα επισκοπής, υπαγόμενης αρχικά στη μητρόπολη Τραϊανουπόλεως, που αναδείχθηκε σε ανεξάρτητη αρχιεπισκοπή μετέπειτα. Από τον 6ο αι. και μετά παύει να αναφέρεται στα εκκλησιαστικά συνταγμάτια μέχρι την οικουμενική σύνοδο του 879, οπότε ξαναμνημονεύεται ως επισκοπή Μοσυνοπόλεως που είναι και το καινούργιο όνομα της πόλης. Η επισκοπή εξακολουθεί να αναφέρεται στα μετά τον 9ο αι. εκκλησιαστικά συνταγμάτια, χωρίς όμως την αναφορά του εκάστοτε επισκόπου.
Σε αντίθεση με την παλαιοχριστιανική Μαξιμιανούπολη η βυζαντινή Μοσυνούπολη μνημονεύεται στις πηγές πολλές φορές, καθόσον αναδεικνύεται σε πρωτεύουσα του βυζαντινού θέματος του «Βολερού». Την πόλη είχε κέντρο και ορμητήριο στους αγώνες του εναντίον των Βουλγάρων ο Βασίλειος Β΄ (976-1025). Αργότερα ο Αλέξιος Α΄ (1081-1118) επισκέφθηκε και κατασκήνωσε στη Μοσυνούπολη και εδώ μάλιστα συνέλαβε τους λιποτακτήσαντες από το βυζαντινό στρατό Παυλικιανούς κατά τη διάρκεια του πολέμου του εναντίον των Νορμανδών και τους φυλάκισε σύμφωνα με τη χαρακτηριστική περιγραφή της Άννης Κομνηνής. Το 1096 διέρχεται από την πόλη η 4η στρατιά της Α΄ Σταυροφορίας, ενώ το 1185 καταλαμβάνεται πρόσκαιρα από τους Νορμανδούς. Το 1191 σταθμεύει στην περιοχή ο στρατηγός Αλέξιος Βρανάς και το 1204 καταλαμβάνεται από τους Λατίνους και παραχωρείται στο Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο. Το 1206 γνωρίζει τις καταστρεπτικές συνέπειες της εκστρατείας του τσάρου Καλογιάννη (1197-1207) και το 1225 ανακαταλαμβάνεται για το Βυζάντιο από το Θεόδωρο Λάσκαρη. Ήδη από το 13ο αι. η πόλη παρουσιάζει έντονη κάμψη, που φθάνει σε πλήρη μαρασμό, καθώς το 1343 ο αυτοκράτωρ Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός περνώντας από την περιοχή τη χαρακτηρίζει ως «πόλιν εκ πολλών ετών κατεστραμμένην». Οι αρχαιολογικές – ανασκαφικές πληροφορίες που έχουμε για την πόλη είναι ελάχιστες. Συγκεκριμένα η πρώτη συστηματική έρευνα έγινε από το Χαράλαμπο Πέννα, που αποκάλυψε τη διετία 1975/76 τμήμα της οχύρωσης. Αποκαλύφθηκε μέρος του νοτιοδυτικού τείχους και τάφοι υστερορωμαϊκών χρόνων. Τα ικανά κατά τόπους σωζόμενα τμήματα της οχύρωσης ανήκουν στην υστερορωμαϊκή – παλαιοχριστιανική εποχή. Μολονότι η περίμετρός της δεν έχει ιχνογραφηθεί, από τα κατά τόπους σωζόμενα τμήματα και από τα εξάρματα του εδάφους διευκρινίστηκε ότι έχει σχήμα ορθογώνιο με συνολικό μήκος 2.500 – 3.000 μ. και ότι το εντός των τειχών τμήμα της πόλης υπολογίζεται σε 400 στρέμματα. Κατά τακτά διαστήματα (50-55 μ.) ενισχύεται από τετράπλευρους στην κάτοψη πύργους. Στην ανατολική πλευρά διαπιστώθηκε η ύπαρξη προτειχίσματος. Ανασκαφική έρευνα των τελευταίων ετών που είναι εν εξελίξει αποκάλυψε μεγάλο περίκεντρο ναό με μεταγενέστερες φάσεις που θεωρείται ο επισκοπικός ναός της πόλης.
πηγή www.culture.gr