Το σαμποτάζ του Έβρου (1965)

Την άνοιξη του 1965, ή 117 Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού , πού έδρευε στην ‘Ορεστιάδα, απέστειλε στο Κιλκίς 23 αυτοκίνητα τύπου «Τζαίημς» (GMC), αρκετά από τα όποια έμειναν στο δρόμο από διάφορες βλάβες, οφειλόμενες κυρίως σε κακή συντήρηση. Οΐ προϊστάμενοι τής μονάδας (αντιστράτηγος Τσολάκας του Π σώματος Στρατού, υποστράτηγος Μανέτας τής XII Μεραρχίας καί ταξίαρχος Βαρδουλάκης τής Στρατιωτικής Διοίκησης Έβρου) διέταξαν νά γίνει έρευνα προκειμένου νά διευκρινιστούν τα αίτια των βλαβών, ενώ ό Μανέτας απέστειλε και αυστηρή επίπληξη στον διοικητή της, καλώντας τον «όπως έπανεύρη την όρθήν θέσιν του ώς προς τήν συντήρησιν τών οχημάτων τά όποια εμπιστεύεται είς αυτόν ή Πατρίς». Απολογούμενος, ό τελευταίος ανέφερε ως δικαιολογία κυρίως την εντατική χρησιμοποίηση των φορτηγών σε έργα του οδικού δικτύου τής περιοχής Έβρου, ενώ υπαινίχθηκε και ενδεχομένη ύπαρξη «δολιοφθοράς», την οποία θα διερευνούσε. Όλα αυτά θα παρέμεναν πιθανότατα μια άγνωστη και ασήμαντη λεπτομέρεια τής ανιαρής στρατιωτικής ρουτίνας, εάν διοικητής τής 117 ΜΠΠ δεν ήταν ένας αντισυνταγματάρχης πού λεγόταν Γεώργιος Παπαδόπουλος.

Προκειμένου να στηρίξει τον προαναφερόμενο ισχυρισμό του περί δολιοφθοράς στην 117 ΜΠΠ, ό Παπαδόπουλος είχε κινητοποιήσει το Α2 τής μονάδας, του οποίου ό αξιωματικός πληροφοριών (ανθυπολοχαγός Ευάγγελος Καρλιαύτης) ανέθεσε σε έναν στρατιώτη «εμπιστοσύνης» (τον ‘Ελευθέριο Ψήνα, τεχνίτη οχημάτων) να προσεγγίσει διάφορους συναδέλφους του, παριστάνοντας τον αγανακτισμένο από τα καψόνια φαντάρο, και να τους προτείνει δολιοφθορές στα αυτοκίνητα τής μονάδας ως αντίδραση κατά τής αυστηρής διοίκησης. Για να του στρώσουν το δρόμο, οι αξιωματικοί του φέρονταν επιδεικτικά με σκαιό τρόπο και τού επέβαλλαν «θεαματικό τω τρόπω» εικονικές ποινές . Με τα πολλά, ό Ψήνας έπεισε τον στρατιώτη Κ. Ματάτη, τό βράδυ τής 5 ‘Ιουνίου 1965, την ώρα πού είχαν σκοπιά, να του δείξει πώς μπορεί να βραχυκυκλωθεί το σύστημα πέδησης ενός αυτοκινήτου «Ρέο» (Μ32) και τη στιγμή εκείνη οι ειδοποιημένοι αξιωματικοί πού παραφύλαγαν, τον αιφνιδίασαν και τον συνέλαβαν.

Ό Κώστας Ματάτης διέθετε το κατάλληλο προφίλ για να αποτελέσει στόχο. Παιδί αριστερών γονέων πού χάθηκαν στον ‘Εμφύλιο, είχε μεγαλώσει στο Παπάφειο Οικοτροφείο, και στη συνέχεια σπούδασε στην τεχνική σχολή «Ευκλείδης», άπ’ όπου γνώριζε και τον Γιάννη Στεφανίδη, στέλεχος τής Νεολαίας Λαμπράκη και πρόεδρο του Συλλόγου Σπουδαστών του «Ευκλείδη».Την επόμενη συνελήφθη και ό Δημήτρης Μπέκιος (αν και «έθνικόφρων» και μάλιστα παιδί χωροφύλακα πού «είχε πολεμήσει τους κουκουέδες στο Γράμμο και στο Βίτσι»), ό όποιος φαίνεται ότι είχε καταστρέψει ηθελημένα έναν αυτόματο διακόπτη, στην απλοϊκή προσπάθεια του να απαντήσει στον λοχαγό του «πώς χαλάνε». Ταυτόχρονα συνελήφθησαν και άλλοι τρεις στρατιώτες, των οποίων τα αυτοκίνητα είχαν παρουσιάσει μικροβλάβες.

‘Επακολούθησε ένα τριήμερο «εντατικών» ανακρίσεων (με γρονθοκοπήματα, κλωτσιές, στέρηση νερού, κρέμασμα από δοκάρι τής οροφής, βούλιαγμα στο φρεάτιο του βόθρου κτλ.), στις όποιες συμμετείχε δίνοντας εντολές και ό ίδιος ό Παπαδόπουλος. Πρώτος έσπασε ό Μπέκιος, υπογράφοντας ό,τι του έβαλαν μπροστά του, και ακολούθησε ό Ματάτης. Συνοψίζει αργότερα ό ίδιος ό Μπέκιος: «Υπέγραψα, γιατί κατάλαβα ότι αυτοί ήταν διατεθειμένοι να σκηνοθετήσουν ακόμα και την αυτοκτονία μου. Μόλις είδα τον Ματατη πρησμένο και γεμάτο αίματα, του είπα: “Κώστα υπόγραψε και συ, να τελειώσουν τα βάσανα μας”»…« Πάνω σε αυτές τις μικροζημιές στήριξαν την κατηγορία ότι μάς είχαν βάλει οι κομμουνιστές να κάψουμε και να προκαλέσουμε ζημιές στα αυτοκίνητα. Πετύχαινε έτσι ό Παπαδόπουλος με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια: πρώτον να συγκαλύψει τις βλάβες στα αυτοκίνητα και να τις φορτώσει στις πλάτες μας. Και δεύτερον να ξεσηκώσει την Ελλάδα με τον κομμουνιστικό κίνδυνο».

Στίς 11 ‘Ιουνίου, ό Παπαδόπουλος προώθησε ιεραρχικά το πόρισμα τής προανάκρισης «άφορώσης επισημανθεί σας δολιοφθοράς επί των οχημάτων τής Μοίρας», στο όποιο ισχυριζόταν ότι ανακάλυψε «οργανωμένη κομμουνιστική δολιοφθορά» και «κατασκοπεία» με «εύρύτατον δίκτυον συνενόχων», στρατιωτών και πολιτών, των οποίων πρότεινε τη σύλληψη, καλώντας σέ συναγερμό τις υπηρεσίες στρατιωτικής και εθνικής ασφαλείας «προς πλήρη εντοπισμό και έξουδετέρωσιν» τής επαναστατικής συνωμοσίας. Προσπαθώντας να ερμηνεύσει το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι στρατιώτες και πολίτες δεν φέρονταν «χαρακτηρισμένοι» (ένν. ως αριστερών φρονημάτων) και απείχαν από κομματικές οργανώσεις και εκδηλώσεις, συμπέρανε ότι «δεν ευρισκόμεθα προ μηχανισμού τής ΕΔΑ, άλλα του παρανόμου μηχανισμού του ΚΚΕ», σκοπός του οποίου «θα πρέπει να θεωρηθεί ήδη αΐ δολιοφθοραί και ενδεχομένως δολοφονία στελεχών του Στρατού».Συγκεκριμενοποιώντας τον τελευταίο ισχυρισμό του, υποστήριζε, μεταξύ των άλλων, ότι οι κατηγορούμενοι στρατιώτες «έλαβον έντολήν όπως φονεύσουν διά φονικού οργάνου τον διοικητή τής 117 Μοίρας», δηλαδή τον ίδιο, επειδή όμως «αΐ όδηγίαι δεν ήταν σαφείς», επικοινώνησαν ταχυδρομικά με τον αρχηγό τους, στέλνοντας του «το σχέδιον τής εσωτερικής διαρρυθμίσεως τής οικίας του διοικητού» και ζητώντας του «λεπτομερεστέρας οδηγίας διά την έκτέλεσιν του φόνου», άλλα ή απάντηση δεν πρόλαβε να φθάσει στην ‘Ορεστιάδα, διότι στο μεταξύ αποκαλύφθηκαν.

Στο μεταξύ ό αντιστράτηγος Τσολάκας, καθ’ ύλην αρμόδιος ως διοικητής του προϊσταμένου Γ Σώματος Στρατού, διέτασσε την έναρξη τακτικής ανάκρισης, παραγγέλλοντας και τη σύλληψη των ατόμων πού αναφέρονταν στο πόρισμα Παπαδόπουλου. Ό υφυπουργός ‘Εθνικής Αμύνης Μ. Παπακωνσταντίνου (ό υπουργός Π. Γαρουφαλιάς απουσίαζε στη Ρώμη), συνοδευμένος από τον αρχηγό του ΓΕΣ αντιστράτηγο Γεννηματά, έσπευδαν στην οικία του πρωθυπουργού λίγο μετά τά μεσάνυκτα τής 11 προς 12 ‘Ιουνίου, προκειμένου να τον ενημερώσουν σχετικά και στη συνέχεια δίνονταν εντολές στην Αστυνομία και τη Χωροφυλακή να εκτελέσουν την παραγγελία του Τσολάκα. Κατόπιν αυτού, την ίδια νύκτα και το επόμενο πρωί συνελήφθησαν στην ευρύτερη περιοχή των Αθηνών (στο Μπραχάμι και στο Λουτράκι) τρεις πολίτες: ό Γεώργιος Μπέκιος (αδελφός του στρατιώτη), ό Παντελής Μπουγιούκας και ό Δημήτριος Γαλακτίδης (γονείς υπηρετούντων στρατιωτών). Ακολούθησαν τό επόμενο 48ωρο, άλλες εννέα συλλήψεις: τριών στρατιωτών, του Πανταζή Ντεράκη (συνυπηρετοΰντος μέ τους Μπέκιο καί Ματατη στην 117 ΜΠΠ) και των Αλέξανδρου Γαλακτίδη και Νικόλαου Μπουγιούκα (πού υπηρετούσαν στην 180 Μοίρα Κατευθυνόμενων Βλημάτων ΧΩΚ)’ τριών ιδιωτών στη θεσσαλονίκη, του Βασίλειου Βαλσαμάκη (εμποροϋπάλληλου) καί τών προαναφερθέντων Ι. Στεφανίδη καί Π. Κωνσταντινίδη (προέδρου και Γ. Γ. αντίστοιχα τοΰ Συλλόγου Σπουδαστών του «Ευκλείδη»)’ καί άλλων τριών ιδιωτών στην ‘Ορεστιάδα, των Δημητρίου Μποζαντζίδη, Σωτηρίου Μποζαντζίδη
καί Χρήστου Ζαβαλιάρη. Οι δύο συνδικαλιστές του «Ευκλείδη» κατηγορούνταν ως καθοδηγητές του Ματατη, ό Βαλσαμάκης ώς «μυητής» του στον κομμουνισμό, ό Μπουγιούκας ως σύνδεσμος και ο Γαλακτίδης ως διαβιβαστής των εντολών του ΚΚΕ για σαμποτάζ μέσω συστημένων επιστολών, τις όποιες ελάμβαναν και προωθούσαν στο στρατόπεδο οι τρεις κάτοικοι τής ‘Ορεστιάδας, οι δε λοιποί ως συνεργοί.

Συνοψίζοντας ,ό Μπέκιος καταδικάστηκε σε ποινή 4ετοΰς φυλάκισης, γιά φθορές (σε συνδυασμό με τον νόμο 4000 περί τεντυμποϋσμοΰ), καί ό Ματάτης σέ ποινή 15ετοΰς κάθειρξης, για φθορές και για εγκατάλειψη θέσης σκοπού. Ή τελευταία πράξη του δράματος των δύο στρατιωτών τής 117 ΜΠΠ παίχθηκε στο Αναθεωρητικό Στρατοδικείο Αθηνών τον Μάρτιο του 1966, όπου μειώθηκαν οι ποινές του μεν Ματατη σε έξι ετών φυλάκιση, του δε Μπέκιου σε δύο. Ή δεύτερη αυτή δίκη διεξήχθη κεκλεισμένων των θυρών και ό συνήγορος του Μπέκιου Π. Κατσικόπουλος (βουλευτής τής ΕΚ, συνήγορος και στη δίκη «ΑΣΠΙΔΑ»), δήλωσε προς το δικαστήριο: «Κύριοι, διεπίστωσα από την ακροαματική διαδικασία ότι ή υπόθεση είναι να καταδικασθούν οπωσδήποτε αυτοί οι άνθρωποι. Δεν έχω να πω τίποτε άλλο. Καταδικάστε τους». Σημειώτεον ότι στη δίκη δόθηκε ελάχιστη δημοσιότητα, ακόμη και από τον τύπο τής αντιπολίτευσης.

Ό Μπέκιος εξέτισε διαδοχικά την ποινή του στις στρατιωτικές φυλακές Μπογιατίου (όπου κακοποιήθηκε), Αίγινας, Τίρυνθας και Κορίνθου. Αποφυλακίστηκε τον Μάρτιο του 1967, άλλα, καθώς χρωστούσε ακόμη χρόνο θητείας, έλαβε φύλλο πορείας και πάλι για την μοιραία 117 ΜΠΠ στην ‘Ορεστιάδα. Ή ανάμνηση των σκηνών πού είχε ζήσει του προκάλεσαν νευρικό κλονισμό και πήρε ένα μήνα αναρρωτική άδεια. Το πραξικόπημα τής 21ης Απριλίου τον βρήκε ενώ επέστρεφε στη μονάδα, όπου τον περίμενε και ή μετάθεση του στην 106 ΜΠΠ, στη Φλώρινα. ‘Εκεί αφηγήθηκε την περιπέτεια του στον διοικητή αντισυνταγματάρχη Λάμπρο Φλόκα και «έκτοτε κανείς δεν με ενόχλησε, μου φέρθηκαν άψογα». Λίγους μήνες αργότερα τον επισκέφθηκαν δύο από τους ανακριτές του (οι αξιωματικοί Κουτσοδημητρόπουλος καί Μπότσας, οι όποιοι υπηρετούσαν πλέον στην ΚΥΠ) και του είπαν: «Ότι έγινε, έγινε»… «κι όταν απολυθείς από το στρατό, έλα στην ΚΥΠ να σε βοηθήσουμε. Τώρα, ξέρεις, είμαστε στα πράγματα». Αργότερα, οδηγώντας στρατιωτικό αυτοκίνητο έπαθε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, στο όποιο τραυματίστηκε σοβαρά (σπάσιμο λεκάνης και ποδιού) κι έμεινε πολλούς μήνες στο νοσοκομείο, άπ’ όπου και έλαβε το απολυτήριο , καθώς και σύνταξη 1.100 δραχμών (35% αναπηρία). Απελπισμένος, επισκέφθηκε τους δύο αξιωματικούς στην ΚΥΠ, πού τον σύστησαν σε κάποιες δουλείες με μεροκάματο .

Ό Ματάτης κρατήθηκε στό Μπογιάτι (όπου έλαβε απολυτήριο από το στρατό), την Αίγινα, τη Λευκάδα και στις φυλακές Αβέρωφ. ‘Εκεί βρέθηκε με τους πολιτικούς κρατούμενους τής δικτατορίας, οι όποιοι του «στάθηκαν σαν παιδί τους». Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στον Κορυδαλλό, άπ’ όπου τελικώς αποφυλακίστηκε, υπό τον όρο τής περιορισμένης διαβίωσης στη Βέροια, όπου ήταν υποχρεωμένος να δίνει το «παρών» στην Ασφάλεια τρεις φορές την εβδομάδα, μέχρι τη μεταπολίτευση.

πηγή Η στρατιωτική δικτακορια 1967-1974 (εφημεριδα τα Νεα)

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.