Mε τη λήξη του Α’ Μεγάλου Πολέμου, το Συνέδριο της Ειρήνης στο Παρίσι (Ιαν. 1919 – Ιαν. 1920) κλήθηκε να επιλύσει τα προβλήματα που άφησε ο πόλεμος αυτός. Ο Ελευθ. Βενιζέλος ήδη στις 30 Δε κεμβρίου 1918 υπέβαλλε στο συνέδριο τις νόμιμες και ιστορικώς δικαιωμένες θέσεις της Ελλάδας επί της Δυτ.Θράκης, της Β. Ηπείρου, της Δυτ. Μικράς Ασίας, της Ιμβρου, της Τενέδου, των Δωδεκανήσων και της Κύπρου. Για την περιπτωσή μας, τη Θράκη, πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα βιβλιαράκι γραμμένο στη γαλλική από κάποιον Dίodore, ψευδώνυμο προφανώς Έλληνος διπλωμάτη, όπου προβαλλόταν η ελληνικότητα της Δυτ. Θράκης δια μέσου των αιώνων και εγένετο χρήσιμη συναγωγή συμπερασματων. Τίτλος του μικρού αυτού έργου: Le caractere hellenίque de vίlayet d’Adrίnople a travers l’hίstoίre, Parίs 1919.
Η ελληνική αντιπροσωπεία κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για την προώθηση των εθνικών θεμάτων εν μέσω των ποικίλλων ευρωπαικών και αμερικανικών συμφερόντων, που επηρρέαζαν καθοριστικώς τις ελληνικές διεκδικήσεις. Για τη Θράκη ο Βενιζέλος ζητούσε τη γεωγραφική ζώνη από την κορυφή του όρους Κούλα που έφθανε ως την Αδριανούπολη, τον ποταμό Τούνζα ως τον Άγιο Στέφανο, το γνωστό προάστιο της Κωνσταντινουπόλεως. Αρχικά οι αντιπρόσωποι των Γαλλίας, Γκαμπόν (Gambon), Αγγλίας Κρόου (Crowe), Αμερικής Ντέι (Day) δέχθηκαν την ελληνική πρόταση, αλλά υπό τον όρο να δωθεί στη Βουλγαρία εμπορική έξοδος στο Αιγαίο, στο Δεδέαγατς, στην Καβάλα ή στη Θεσσαλονίκη. Δέχθηκαν μάλιστα οι Σύμμαχοι την άμεση προσάρτηση της Ανατ. Θράκης. Ο Γάλλος μάλιστα Γκαμπόν θύμισε ότι η γραμμή που πρότεινε ο Βενιζέλος ήταν περίπου ίδια με αυτή της συνθήκης του Αγ. Στεφάνου το 1878 που δημιούργησε για 4 μήνες, και μόνο στα χαρτιά, τη μεγάλη Βουλγαρία.
Στο μεταξύ, στη Θράκη το Τουρκικό Θρακικό Κομιτάτο (CUP) των Τούρκων εθνικιστών προέβαλλε την αυτονομία της Δυτ. Θράκης και φυσικά αρνούνταν κάθε ιδέα παραχωρήσεως στην Ελλάδα ή την Βουλγαρία υπό την επιθυμητή βρετανική προστασία. Ο μουσουλμανικός πλυθησμός μάλιστα εξακολουθούσε να είναι οπλισμένος, ενώ η Βουλγαρία διατηρούσε ένοπλες ομάδες στη Δ. Θράκη και στην Α. Μακεδονία, τις οποίες ο στρατηγός Παρασκευόπουλος ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει, μολονότι οι Ιταλοί τις βοηθούσαν παντοιοτρόπως. Ως και το ενδεχόμενο ιταλοελληνικής συρράξεως στη Δ. Θράκη φοβούνταν ορισμένοι παρατηρητές στη συνδιάσκεψη. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές Μαρτίου οι Ντέι, Γκαμπόν, Κρόου δέχτηκαν την πρόταση του Βενιζέλου να παραχωρηθεί ολόκληρη η Δ. Θράκη στην Ελλάδα, παρά τις σφοδρές επιφυλάξεις του ανθέλληνος διπλωμάτη Καστόλντι (Castoldί). Ενα άλλο ζητούμενο κατά τις συζητήσεις ήταν η εξασφάλιση των θρησκευτικών και άλλων δικαιωμάτων του μουσουλμανικού στοιχείου της Δ. Θράκης. Επί του προκειμένου, η ελληνική αντιπροσωπεία υπενθύμιζε τη βούληση των μουσουλμάνων βουλευτών της βουλγαρικής Εθνοσυνελεύσεως (Sobranje) να παραχωρηθεί η Δ. Θράκη στην Ελλάδα, δεδομένων των βουλγαρικών θηριωδιών στη Δ. Θράκη σε βάρος των μουσουλμάνων.
Η θέση της Αμερικής, τον Ιούλιο του 1919, κατέστη αρνητική και επικίνδυνη για την Ελλάδα, αφού πρότεινε να περιέλθει η Δ. Θράκη στη Βουλγαρία. Πολύ πιθανή ήταν εδώ η παρέμβαση και οι συμβουλές του αμερικάνου επιτετραμμένου στη Σόφια Μέρφι (Murphy), γνωστού φιλοβούλγαρου, που προσεκόμισε στη Συνδιάσκεψη του Παρισιού έγγρα φα υπερβαλλόντως φιλοβουλγαρικά για τη Θράκη, τη Δοβρουτσά, τη Μακεδονία. Ο Βενιζέλος αντέδρα σε αμέσως υποστηριζόμεvoς αυτή τη φορά από τον Ιταλό ομόλογό του Τιτόνι (τέλη Ιουλίου 1919). Η νέα αυτή εξέλιξη διαφοροποίησε, επομένως, και τις θέσεις των άλλων ευρωπαϊκών κρατών: η Αγγλία πρότεινε αυτόνομο Θρακικό Κράτος στα όρια του ελληνικού κράτους (Αύγ. 1919), αλλ’ η πρότασή της απορρίφθηκε από τους Αμερικανούς διπλωμάτες. Η Γαλλία πρότεινε συμβιβαστικώς ίδρυση ελευθέρου κράτους στο Δεδέαγατς, στο οποίo Θα συμπεριλαμβάνονταν και τμήματα της Δυτ. Θράκης με Βουλγαρικές μειονότητες. Τη λύση αυτήν ευνοούσε η Αμερική με τον αντιπρόσωπό της Πολκ (PoΊk), αλλά και ο Βενιζέλος που υπολόγιζε ότι έτσι θα προσαρτούσε την Ανατ. Θράκη στην Ελλάδα και τμήμα μετaξύ ελληνικών συνόρων, Μάκρης και Αιγαίου. Σημειωτέον ότι η αμερικανική πολιτική στόχευε στη διευΘέτηση του Θρακικού ζητήματος, ύστερα από τον προσδιορισμό των ορίων του κράτους της Kωνσταντινουπόλεως, το οποίο την ενδιέφερε πρωτίστως. Και ενώ αναμενόταν η υπογραφή οριστικής συμφωνίας, ο Αμερικανός πρόεδρος Ουίλσον (Wίlson), με μήνυμά του στις 28 Αυγ. 1919, αντιπρότεινε αιφνιδιαστικώς να δοθεί στην Ελλάδα μόνον η περιοχή Ξάνθης Κομοτηνής, δηλ. το Ι/8 της Δ. Θράκης. Η υπόλοιπη θα περιερχόταν στη Βουλγαρία, ενώ η Νοτιοδυτική και ολόκληρη η Ανατολική στο Kράτος της Κωνσταντινουπόλεως. Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό ότι η Αμερική, με το από 21 Ιουλίου υπόμνημά της, μολονότι αναγνώριζε την ελληνική υπεροχή στη Δ. Θράκη πριν από τον πόλεμο, τη φυγή και την αιχμαλωσία του ελληνικού στοιχείου από τους Βουλγάρους, εκτιμούσε, ωστόσο,ότι δεν έπρεπε να αδικηθεί η Βουλγαρία, για την οποία επιμόνως συνιστούσε διέξοδο προς το Αιγαίo.Αντιθέτως, οι Αγγλοι, Γάλλοι και Ιάπωνες (που συμμετείχαν στη Συνδιάσκεψη) υποστήριζαν, με δικό τους υπόμνημα, τις ελληνικές απόψεις, επισnμαίvοντας ότι η Βουλγαρία δεν έχει κανένα δικαίωμα επί της Δ.Θράκης. Στο ίδιο υπόμνημά τους κατηγoρούσαν τη Bouλγαρία για ωμότητες, βάρβαρη συμπεριφορά και αρπακτική διάθεση σε βάρος των γειτονικών της χωρών. Την απροκάλυπτη ανθελληνική αμερικανική πολιτική προσπάθησε να ανατρέψει ο Βενιζέλος με μήνυμά του προς τov πρόεδρο Ουίλσov, όπου τόνιζε ότι προέχει η εθνολογική υπεροχή των Ελλήνων της Δ. Θράκης από τα οικονομικά συφέροντα της Βουλγαρίας. Η ελληνική διπλωματία κιvnτοποίησε παραλλήλως τους γερουαιαστές Kινγκ (Kίng), Γκάρι (Gary), Σίβανσov (Sίvanson) και τους Ελληνες ομογενείς της Αμερικής για την άσκηση πιέσεων επί του Ουίλσov, τον οποίο φαίνεται ότι επηρέαζαν οι ανθελληνικοί(καθολικοί το Θρήσκευμα) κύκλοι του Ροβερτείου Κολεγίoυ Κωνσταvτιvoυπόλεως και οι μεγαλέμποροι καπνού, ανταγωνιστές των ελληνικών συμφερόντων.
Ευτυχώς, η αμερικανικη παρέμβαση απορρίφθηκε από τους Αγγλογάλλους και άρχισε, έτσι, vέος κύκλος διαπραγματεύσεων που οδήγησαν σε αδιέξοδο, οπότε η Δυτ. Θράκη ετέθη υπό καθεστώς διασυμμαχικής διοικήσεως. Ετσι, στις 18 Οκτωβρίου 1919, η 9n Ελληνική Με ραρχία υπό τη διοίκηση του Λεοναρδόπουλoυ κατέλαβε την Ξάνθη και τις επόμενες μέρες ο Γάλλος στρατηγός Σαρπί με τους στρατιώτες του την υπόλοιπη Δ. Θράκη, η oποία διαιρέθηκε σε τρεις περιφέρειες: Ξάνθη, Γκιoμουλτζίνα (Κομοτηνή), Καρaγάτς (Ορεστιάδα) υπό τους Λεοναρδόπουλο, Ντορέ (Dore) και Poυvτενσί (Roudency) υπό τη διοίκηση του Σαρπί. Οι περιφέρειες αυτές διαιρέθηκαν σε 6 υποδιοικήσεις υπό την ευθύνη Ελλήνων και Γάλλων στρατιωτικών συνεπικουρουμένωv από Ελληνες και Τούρκους διοκητικούς υπαλλήλους. Συστάθηκαν, ωσαύτως, επιτροπές διαιτησίας για την επιστροφή των Ελλήνων προσφύγων, που σιγά σιγά επέστρεφαν μετά τη λήξη του πολέμου. Η διοίκηση της Δ. Θπάκης ασκούνταν από ένα Πολιτικό και Διοικητικό Γραφείο και από ένα Ανώτερο Διοικητικό Συμβούλιο στο oπoίo μετείχαν 5 Ελληνες, 5 Τούρκοι και από ένας Αρμένιος, Ίσραηλινος και Λεβαντίvoς και 2 Βούλγαροι. Η τάξη επανήλθε ταχέως στη Δ. Θράκη με τη ρύθμιση εκκλησίαστικών ζητημάτων, την οργάνωση της δικαιοσύνης, της οικονομίας, του εμπορίoυ. Κατά την περίoδο αυ τήν πολύ σημαντικη ήταν η συμβολή του Χαρισίου Βαμβακά, έμπιστου συνεργάτη του Βενιζέλου και εκ προσώπου της Ελλάδας στη Συνδιάσκεψη του Παρισιού, ο οποίος αντιμετώπισε στην Κομοτηνή τηv εργώ δη προπαγάνδα για αυτονομία της δ. Θράκης, που ευνοούσε ο γαλλικός παράγοντας και στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Τζαφερ Ταγιαρ, ο Ισμαήλ Χακίμ και ο Βούλγαρος Γκεοργκίεφ. Ο Βαμβακάς εργάστη κε συντόνως για την ανάπτυξη της ελληνικής παι δείας, το άνοιγμα των ελληνικών εκκλησιών, την προώθηση, ως προέδρου του Ανωτάτου Συμβουλίου, του Ελληνος Εμμ. Δουλά. Ο Βαμβακάς αντιμετώπισε επιτυχώς τη συμπεριφορά των Γάλλων, που ευνοού σαν τις βουλγαρικές θέσεις και προωθούσαν στις κα τώτερες θέσεις Βούλγαρους υπαλλήλους που πλαισίωναν τους Γάλλους αξιωματούχους.
Τις προσπάθειες του Βαμβακά διεκόλυναν αφ’ε νός η επιστροφή χιλιάδων θρακών προσφύγων, που προσέδωσαν στη Δ. Θράκη την πραγματική ελλη νική φυσιογνωμία της και αφ’ετέρου η σταδιακή α ποχώρηση του επήλυδος βουλγαρικού στοιχείου. Ο Βαμβακάς αντιμετώπισε τη φημολογία ότι η Δ. Θράκη θα παραχωρούνταν στη Βουλγαρία, τις τουρκικές βιαιοπραγίες σε βάρος ελλήνων, τις γαλλικές παρεμβάσεις. Ενίσχυσε, ακόμη, την ελληνική παι δεία με την επαναλειτουργία των ελληνικών σχολείων και την επιστροφή των ελληνικών εκκλησιών στους νόμιμους κατόχους τους. Αυτονόητα η ελληνική δυναμική παρουσία στη Δ. Θράκη προοιωνιζόταν και την επερχόμενη ελληνική κυριαρχία, εφόσον αυτή ήταν και η επιθυμία της συντριπτικής πλειο ψηφίας των μουσουλμάνων. Απέμεινε η στρατιωτική δράση από ελληνικής πλευράς, που εκδηλώθηκε στα μέσα Μαιου του 1920. Προηγήθηκε, όμως, η συνθήκη του Σαν Ρέμο, το Μάιο του 1920, που όριζε, μεταξύ άλλων, την απόσυρση των γαλλικών δυνάμεων από τη Δ. Θράκη και την αντικατάστασή τους από τις ελληνικές δυνάμεις. Ο στρατηγός Λεοναρδόπουλος με την 9η μεραρχία των Ιωαννίνων κινήθηκε δραστήρια και στις 15 Μαιου έφθασε σιδηροδρομικώς στο Καραγάτς (Ορεστιάδα) και το Πύθιο, η μεραρχία Σερρών υπό τον Ε. Ζυμβρακάκη απέκλεισε τις διαβάσεις προς τη Βουλγαρία και συγκεντρώθηκε στηv Κομοτηνή και τέλος η 12η μεραρχία Ξάνθης υπό τοv Κ. Μαζαράκη Αινιάν αποβιβαζόταν στo Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη). Η μεραρχία Σμύρνης, αργότερα, στις 7 Ιουλίου, κατέλαβε την Ηράκλεια, τη Ραιδέστο και την Τυρολόη και λίγο μετά (10 Ιουλίου) το Λουλέ Μπουργκάζ και τη Χαριούπολη.
Η στρατιά της Θράκης συνέχισε τη νικηφόρα πορεία της και τον επόμενο μήνα (Ιούνιος 1920) με τον Ζυμβρακάκη αιχμαλώτισε το στασιαστή Τζαφέρ Ταγιάρ, που μαχόταν κατά του σουλτάνου έχοντας στις τάξεις του και 12.000 Βούλγαρους στρατιώτες. Τον Ιούλιο του 1920 ο ελληνικός στρατός κατελάμβανε την Αδριανούπολη και ώς τα τέλη του ίδιου μήνα είxε ολοκληρωθεί η κατάληψη ολόκληρης της Ανατ. Θράκης,εξαιρέσει μιας μικρής γραμμής στη Μήδεια Τσατάλτζα και της Θρακικής Χερσονήσου. Με τη συνθήκη των Σεβρών (28 Ιουλ./10 Αυγ. 1920) παpαxωpήθηκε στην Ελλάδα και η Ανατολική με την Καλλίπολη ως την Τσατάλτζα. Η Κωνσταντινούπολη και τα Στενά χαρακτηρίστηκαν ουδέτερη ζώνη υπό τον έλεγχο της διεθνούς συμμαχικής ειπτροπής, ενώ η Βουλγαρίa εξασψάλιζε το δικαίωμα της ελεύθερης διαμετακομίσεως στo λιμάνι του Δεδέαγατς, το oπoίo δικαίωμα δεν τέθηκε ποτέ σε εφαρμογή.
Αμέσως άρχισε τo έργο της οργανώσεως ιδιαιτέρως στηv A. Θράκη, όπου η ελληνική κυβέρνηση είxε ορίσει ως ύπατο αρμοστή έναν έμπειρο διπλωμάτη, τον Α. Σαχτούρη. Εκεί, επί μια διετία, η ελληνική διοίκηση έδειξε το καλύτερο πρόσωπό της, που διακόπηκε απότομα από τα γεγονότα της μικρασιατικής καταστροφής και την εκκένωση της Α. Θράκης από τους αρχέγονους πληθυσμούς της, βάσει του πρωτοκόλλου των Μουδανιών (28 Σεπτ./11 Οκτ. 1922).