Σε αυτήν την σελίδα θα εξετάσουμε της διαφορές ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Η χώρα μας παραδέχεται ως μοναδική διαφορά την οριοθετηση της υφαλοκριπίδας. Πριν προχωρήσουμε στο ζήτημα αυτό είναι απαραίτητη μια μικρή εισαγωγή για να γίνουν καλύτερα αντιληπτές οι έννοιες της υφαλοκρηπίδας και της αγιαλίτιδας ζώνης.
Η γεωλογική επιστήμη διακρίνει τέσσερις κυρίως περιοχές υποθαλάσσιων εκτάσεων:
α) την υφαλοκρηπίδα,
β) το υφαλοπρανές,
γ) το ηπειρωτικό ανύψωμα,
δ) την ωκεάνια άβυσσο.
Οι έννοιες αυτές δεν αποδίδουν πάντα τη γεωμορφολογία του βυθού και παρατηρούνται συχνά διαφορές από κράτος σε κράτος και από περιοχή σε περιοχή. Από γεωλογική άποψη ( όχι από νομική ) η υφαλοκρηπίδα αποτελεί τη συνέχεια της ξηράς κάτω από τη θάλασσα. Αρχίζει από την ακτή και τελειώνει εκεί όπου το επικλινές του βυθού γίνεται απότομα έντονο, κάτι που παρατηρείται συνήθως στα 130 με 200 μέτρα βάθος. Το τμήμα του βυθού, που κατεβαίνει σε βάθος μεγαλύτερο από 200 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας και παρουσιάζει κλίση 30 έως 45 μοίρες ονομάζεται υφαλοπρανές και εκτείνεται ως στο εξωτερικό όριο της υφαλοκρηπίδας-περίπου ( και συνήθως ) στα 2500 μέτρα. Το ηπειρωτικό ανύψωμα σχηματίζεται από κατακρημνίσεις ή άλλα γεωλογικά φαινόμενα στη βάση του υφαλοπρανούς σε ποικίλλουσα έκταση. Οι ωκεάνιες άβυσσοι διακρίνονται σε πεδιάδες της αβύσσου 2500-7500 μέτρα βάθος και σε λάκκους της αβύσσου (από 5700 μέτρα και κάτω).
Η αιγιαλίτιδα ζώνη ( αλλιώς χωρικά ύδατα ή χωρική θάλασσα) είναι το τμήμα της θάλασσας που εκτείνεται από τη φυσική ακτογραμμή (ή αλλιώς γραμμή βάσης που υπολογίζεται από το σημείο της χαμηλότερης αμπώτιδας, σύμφωνα με τους μεγάλους διεθνείς αναγνωρισμένους ναυτικούς χάρτες ) μέχρι το σημείο που αποφασίζει το κράτος με ανώτατο όριο τα 12 μίλια, σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982. Αποτελεί τμήμα του εδάφους του παράκτιου κράτους, στο οποίο το κράτος ασκεί πλήρη κυριαρχία. Στη σχετική σύμβαση του 1958 ορίστηκε ο όρος για πρώτη φορά και στη συνέχεια στη σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας το 1982 ( που τέθηκε σε εφαρμογή το 1994, όταν συμπληρώθηκε ο απαραίτητος αριθμός επικυρώσεων από τα συμβαλλόμενα κράτη ). Η υφαλοκρηπίδα περιλαμβάνει τους θαλάσσιους βυθούς και το υπέδαφός τους πέρα από την αιγιαλίτιδα ζώνη σε όλη την έκταση της φυσικής προέκτασης του χερσαίου εδάφους του παράκτιου κράτους ως την εξωτερική απόκλιση του υφαλοπλαισίου ή σε έκταση 200 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσεως, από τις οποίες μετριέται το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης.
Η Ελλάδα έχει καθορίσει τα 6 ναυτικά μίλια ως αιγιαλίτιδα ζώνη από το 1936. Έχει σαφές δικαίωμα να την επεκτείνει έως τα 12 μίλια, σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας.
Η ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου πελάγους αφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας. Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι η υφαλοκρηπίδα πρέπει να οριοθετηθεί με βάση την αρχή της μέσης γραμμής, ενώ η Τουρκία υποστηρίζει ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν δικαίωμα υφαλοκρηπίδας και ότι η εγγύτητα των ελληνικών νησιών στα τουρκικά παράλια αποτελεί «ειδική περίσταση» που δικαιολογεί απόκλιση από την αρχή της μέσης γραμμής. Η διαμάχη ανάγεται στο 1973, όταν η Τουρκική Κυβέρνηση παραχώρησε άδεια διεξαγωγής ερευνών για πετρέλαιο σε υποθαλάσσιες περιοχές κοντά σε ελληνικά νησιά. Το 1974 και το 1976 πραγματοποιήθηκαν έρευνες στο Αιγαίο από τουρκικό ωκεανογραφικό σκάφος. Η Ελλάδα αντέδρασε, θεώρησε τη διαμάχη νομική και ζήτησε την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο. Το ζήτημα περιπλέκεται από το γεγονός ότι η Τουρκία δεν έχει κυρώσει ούτε τη Διεθνή Συνθήκη για την Υφαλοκρηπίδα του 1958 ούτε τη Σύμβασητων Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, οι οποίες ορίζουν την υφαλοκρηπίδα και τρόπους οριοθέτησής της. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης πάντως έχει δεχτεί ότι τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους στην υφαλοκρηπίδα αποτελούν διεθνές εθιμικό δίκαιο και τα άρθρα 1-3 της Συνθήκης του 1958 ισχύουν για όλα τα κράτη, ανεξάρτητα από το αν την έχουν κυρώσει.
Λόγω της τουρκικής άρνησης να επιλύσει το θέμα με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, η εκκρεμότητα συνεχίστηκε ως το Μάρτιο του 1987, οπότε η κρίση έφθασε στα όρια ένοπλης αντιπαράθεσης, όταν το τουρκικό πλοίο Σισμίκ-1, συνοδευόμενο από τουρκικά πολεμικά, ξεκίνησε για να πραγματοποιήσει έρευνες έξω από την αιγιαλίτιδα ζώνη ελληνικών νησιών. Η κρίση εκτονώθηκε με την ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ των δύο Πρωθυπουργών (του Ανδρέα Παπανδρέου και του Τουργκούτ Οζάλ), οπότε η Ελλάδα επαναδιατύπωσε τη θέση της για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, στην οποία εμμένει μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, το ζήτημα έγκειται στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας σε δύο συγκεκριμένα σημεία, δηλαδή αφενός στη θαλάσσια προέκταση της συνοριακής γραμμής στη Θράκη και αφετέρου στα πλησίον της Τουρκικής ακτής ευρισκόμενα νησιά του Βορείου και Ανατολικού Αιγαίου και στη Δωδεκάνησο. Δεν αφορά σαφώς σε ολόκληρη την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου όπως όψιμα ισχυρίζεται η Τουρκία, η οποία άλλωστε είχε παραχωρήσει άδειες διεξαγωγής πετρελαϊκών ερευνών σε τουρκικές επιχειρήσεις μόνο για τα δύο προαναφερόμενα σημεία.
Επιπλέον, όπως σαφώς προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο και τη σχετική νομολογία (Σύμβαση της Γενεύης 1958, Σύμβαση 1982 Η.Ε. για το Δίκαιο της Θάλασσας, Απόφαση Διεθνούς Δικαστηρίου για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας 1969) τα νησιά έχουν πλήρη δικαιώματα υφαλοκρηπίδας, παρά τους περί του αντιθέτου νομικά αβάσιμους ισχυρισμούς της Τουρκίας. (Η Τουρκία πάντως μέχρι σήμερα δεν έχει κυρώσει τη Σύμβαση του 1982, οπότε δε δεσμεύεται από αυτήν).
Ως προς την επίλυση της διαφοράς, η Τουρκία επικαλείται την αρχή της ευθυδικίας (equity), χωρίς να μπορεί να τη στηρίξει σε κριτήρια ασφαλή και συγκεκριμένα. Σύμφωνα με την Ελλάδα για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας εφαρμόζεται το Διεθνές Δίκαιο (συμβατικό και εθιμικό), στο πλαίσιο του οποίου ο κανόνας της μέσης γραμμής αποτελεί την επικρατούσα αρχή του Δικαίου της οριοθέτησης. Αυτό άλλωστε βεβαιώνεται και από τη διεθνή πρακτική.
Επιπλέον, κατά την διεθνή πρακτική, οι «ειδικές περιστάσεις» (εγγύτητα ορισμένων ελληνικών νήσων στα τουρκικά παράλια) που αυθαίρετα επικαλείται η Τουρκική πλευρά για την επίλυση του προβλήματος της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, δεν αποτελούν παρά εξαίρεση του κανόνα εφαρμογής της μέσης γραμμής. Κατά συνέπεια, οι απόψεις αυτές δεν δύνανται να δικαιολογήσουν μετάθεση της μέσης γραμμής από το Ανατολικό στο Κεντρικό Αιγαίο, αλλά ούτε και να θέσουν εν αμφιβόλω την εφαρμογή του διεθνούς συμβατικού και εθιμικού κανόνα, ότι τα νησιά έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα.
http://www.geocities.com/redgreendiktyo/SPYROS_APERGIS4.htm
Τουρκικές αμφισβητήσεις
Αποστρατικοποίηση νησιών ανατολικού αιγαίου
Το στρατιωτικό καθεστώς των ελληνικών νησιών του Αν. Αιγαίου δεν είναι ενιαίο και διέπεται από διαφορετικές Διεθνείς Συμφωνίες: για τα νησιά Λήμνο και Σαμοθράκη από τη Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά του 1923, η οποία αντικαταστάθηκε με τη Σύμβαση του Montreux του 1936, για τα νησιά Μυτιλήνη, Χίο, Σάμο και Ικαρία από τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης του 1923 και για τα Δωδεκάνησα από τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947.
Η Τουρκία είναι η μόνη χώρα που ζητεί την αποστρατικοποίηση των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου, χωρίς καμία διάκριση, παραβλέποντας σκοπίμως ότι τα ελληνικά αυτά νησιά διέπονται από διαφορετικά καθεστώτα όσον αφορά στους εξοπλισμούς.
Ειδικότερα:
1. Λήμνος και Σαμοθράκη:
Η αποστρατικοποίηση των ελληνικών νησιών Λήμνου και Σαμοθράκης- η οποία μαζί με την αποστρατικοποίηση των Δαρδανελλίων, της Θάλασσας του Μαρμαρά και του Βοσπόρου, καθώς επίσης και των τουρκικών νησιών Ίμβρου (Gokceada), Τενέδου (Bozcaada) και Λαγουσών (Tavcan), αρχικώς προεβλέπετο από τη Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά του 1923- καταργήθηκε από τη Σύμβαση του Montreux του 1936- η οποία, όπως ρητώς μνημονεύεται στο προοίμιό της αντικατέστησε στο σύνολό της την προαναφερόμενη Σύμβαση της Λωζάννης.
Το δικαίωμα της Ελλάδας να εξοπλίσει τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη αναγνωρίσθηκε από την Τουρκία, σύμφωνα και με την επιστολή που απηύθυνε στον έλληνα Πρωθυπουργό στις 6 Μαΐου 1936 ο τότε Τούρκος Πρέσβης στην Αθήνα Roussen Esref, κατόπιν οδηγιών της Κυβέρνησής του. Η Τουρκική Κυβέρνηση επανέλαβε αυτή τη θέση, όταν ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Rustu Aras, απευθυνόμενος προς την Τουρκική Εθνοσυνέλευση με την ευκαιρία της κύρωσης της Συμβάσεως του Montreux, αναγνώρισε ανεπιφύλακτα το νόμιμο δικαίωμα της Ελλάδας να εγκαταστήσει στρατεύματα στη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, με τις εξής δηλώσεις του: “Οι διατάξεις που αφορούν τις νήσους Λήμνο και Σαμοθράκη, οι οποίες ανήκουν στη γειτονική μας και φιλική χώρα Ελλάδα και είχαν αποστρατικοποιηθεί κατ’ εφαρμογήν της Σύμβασης της Λωζάννης του 1923, επίσης καταργήθηκαν με τη νέα Σύμβαση του Montreux και αυτό μας ευχαριστεί ιδιαίτερα” (Εφημερίδα των πρακτικών της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, τεύχος 12, Ιούλιος 31/1936, σελ. 309). Παρόμοιες διαβεβαιώσεις εδόθησαν σχετικώς, κατά την ίδια περίοδο, εκ μέρους της Τουρκίας προς τις Κυβερνήσεις τρίτων ενδιαφερομένων χωρών.
2. Το καθεστώς των νησιών Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας
Όσον αφορά στα προαναφερόμενα νησιά, πουθενά στη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης δεν προβλέπεται ότι αυτά θα τελούν υπό καθεστώς αποστρατικοποιήσεως.
Η Ελληνική Κυβέρνηση αναλαμβάνει μόνον την υποχρέωση, σύμφωνα με το Aρθρο 13 της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης, να μην εγκαταστήσει εκεί ναυτικές βάσεις ή οχυρωματικά έργα.
Από την άλλη πλευρά, το ίδιο άρθρο επιτρέπει στην Ελλάδα να διατηρεί συνήθη αριθμό καλουμένων για τη στρατιωτική θητεία στρατιωτών, οι οποίοι δύνανται να εκπαιδεύονται επί τόπου, καθώς επίσης και δυνάμεων Χωροφυλακής και Αστυνομίας.
Πέραν των ανωτέρω, είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να επισημανθεί ότι η Ελλάδα, όπως οποιαδήποτε χώρα στον κόσμο, δεν παραιτήθηκε ποτέ από το φυσικό της δικαίωμα για άμυνα σε περίπτωση απειλής στρεφομένης κατά των νησιών της ή οποιουδήποτε άλλου μέρους της επικράτειάς της, τη στιγμή, μάλιστα, που υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις ότι, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, η Τουρκία ενεργεί κατά τρόπον ασυνεπή και κατά παράβαση των διατάξεων του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Ειδικότερα:
1. Η Τουρκία, κατά παράβαση των διατάξεων της Συνθήκης Εγγυήσεως για την Κύπρο, στην οποία η Ελλάδα αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος, εισέβαλε στο νησί το 1974 και, παρά τις πολυάριθμες αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, συνεχίζει να διατηρεί μια σημαντική στρατιωτική δύναμη στα κατεχόμενα εδάφη.
2. Η Τουρκία έχει επανειλημμένα παραβιάσει και συνεχίζει να παραβιάζει τον Ελληνικό Εναέριο Χώρο, ειδικότερα δε τον εναέριο χώρο των ελληνικών νησιών του Αιγαίου, τον οποίο έχει αναλάβει συμβατική υποχρέωση να σέβεται (παρ. 2, άρθρο 13 της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης).
3. Σημαντικότατο λόγο, παρομοίως, αποτελεί το γεγονός ότι, κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, η Τουρκία έχει προχωρήσει σε μια άνευ προηγουμένου συγκέντρωση στρατιωτικών μονάδων, όπλων και στρατιωτικού εξοπλισμού, καθώς και ελικοπτέρων και αποβατικών σκαφών σε περιοχές και σημεία της ακτής της Μικράς Ασίας, τα οποία ευρίσκονται έναντι και στρέφονται εναντίον των ελληνικών νησιών, δοθέντος ότι δεν υπάρχει κανείς άλλος πιθανός στόχος στην περιοχή.
Η προαναφερόμενη κατάσταση πραγμάτων, συνδυαζόμενη με την απειλή πολέμου(casus belli), σε περίπτωση που η Ελλάδα προχωρήσει στην επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 νμ, ως έχει το νόμιμο δικαίωμα , καθώς και τη γενικότερη αναθεωρητική τάση της Τουρκίας ως προς τις Διεθνείς Συνθήκες που καθορίζουν τα του καθεστώτος του Αιγαίου, υποχρεώνει και νομιμοποιεί την Ελλάδα να προβεί στην αναγκαία αμυντική προπαρασκευή που θα της επιτρέψει να ασκήσει, εάν παραστεί ανάγκη το δικαίωμα της νομίμου αμύνης, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, και να προστατεύσει τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου.
3. Το καθεστώς των Νήσων του Ν.Α. Αιγαίου (Δωδεκάνησα)
Τα Δωδεκάνησα παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα “κατά πλήρη κυριαρχία” από τη Σύμβαση Ειρήνης των Παρισίων, μεταξύ Ιταλίας και Συμμάχων, τον Απρίλιο του 1947. Περαιτέρω, οι διατάξεις της εν λόγω Συνθήκης προβλέπουν την αποστρατικοποίηση των νήσων αυτών: “Αι ανωτέρω νήσοι θα αποστρατιωτικοποιηθώσι και θα παραμείνωσιν αποστρατιωτικοποιημέναι”. Στα Δωδεκάνησα υφίστανται ορισμένες δυνάμεις εθνοφυλακής, οι οποίες έχουν δηλωθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της CFE.
Η Τουρκία ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα παραβιάζει τις προβλέψεις της Συνθήκης των Παρισίων. Τρεις σημαντικοί παράμετροι θα πρέπει, εν τούτοις, να ληφθούν υπόψη σχετικώς:
1. Το γεγονός ότι η Τουρκία δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος σε αυτήν τη Συνθήκη, η οποία, επομένως, αποτελεί “res inter alios acta” γι’ αυτήν, δηλαδή ζήτημα που αφορά άλλον. Σύμφωνα δε με το άρθρο 34 της Συνθήκης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, “μια συνθήκη δεν δημιουργεί υποχρεώσεις ή δικαιώματα για τρίτες χώρες”.
2. Το γεγονός ότι η επιβολή του καθεστώτος αποστρατικοποίησης στα Δωδεκάνησα έγινε μετά από αποφασιστική παρέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης και απηχεί τις πολιτικές σκοπιμότητες της Μόσχας εκείνη τη χρονική περίοδο. Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι τα καθεστώτα αποστρατικοποίησης έχασαν το λόγο ύπαρξής τους με τη δημιουργία των συνασπισμών του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, ως ασύμβατα με τη συμμετοχή χωρών σε στρατιωτικούς συνασπισμούς. Στα πλαίσια αυτά, το καθεστώς της αποστρατικοποίησης έπαψε να εφαρμόζεται για τα ιταλικά νησιά Panteleria, Lampedusa, Lampione και Linosa, καθώς και για τη Δ. Γερμανία από τη μια πλευρά, και τη Βουλγαρία, Ρουμανία, Αν. Γερμανία, Ουγγαρία και Φιλανδία από την άλλη πλευρά. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι κατά την παρούσα περίοδο, που χαρακτηρίζεται από γενική ύφεση, η Τουρκία θα μπορούσε να απαιτεί μονομερή αποστρατικοποίηση στα πλαίσια της Ατλαντικής Συμμαχίας. Και τούτο, μάλιστα, όταν σε όλες τις διεθνείς κρίσεις στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, κυρίως δε στην κρίση του Κόλπου και μέχρι το 1991, ολόκληρη η ελληνική επικράτεια, συμπεριλαμβανομένων βεβαίως του εναερίου χώρου, των χωρικών υδάτων και του συνόλου των εγκαταστάσεων (λιμένες, αεροδρόμια) των νήσων του Αιγαίου διατέθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ για τους σκοπούς της Συμμαχίας.
3. Όσα έχουν προαναφερθεί σε σχέση με το δικαίωμα της Ελλάδας για νόμιμη άμυνα είναι εφαρμοστέα και σε αυτήν την περίπτωση.
Γκρίζες ζώνες
Την καινοφανή θεωρία περί “γκρίζων ζωνών” ανέπτυξαν Τούρκοι αξιωματούχοι από τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Η θεωρία αυτή “επανερμηνείας” των διεθνών Συνθηκών συνίσταται στην αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε μία σειρά νήσων, νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο. Ειδικότερα, η Τουρκία ισχυρίζεται ότι η ελληνική κυριαρχία εκτείνεται μόνο σε εκείνα τα νησιά του Αιγαίου τα οποία αναφέρονται ονομαστικά στα κείμενα των Συνθηκών με τις οποίες αυτά τα νησιά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα.
Το διεθνές νομικό πλαίσιο, ωστόσο, με το οποίο ρυθμίστηκαν τα θέματα κυριαρχίας στην περιοχή μετά τους Παγκοσμίους Πολέμους (Συνθήκες Λωζάνης 1923 και Παρισίων 1947) είναι απολύτως σαφές και αδιαμφισβήτητο.
Ειδικότερα το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923 προβλέπει τα εξής: «Η ληφθείσα απόφασις της 13ης Φεβρουαρίου 1914 υπό της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου εις εκτέλεσιν των άρθρων 5 της Συνθήκης του Λονδίνου της 17/30 Μαϊου 1913 και 15 της Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913, η κοινοποιηθείσα εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν τη 13 Φεβρουαρίου 1914 και αφορώσα εις την κυριαρχίαν της Ελλάδος επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός της Ίμβρου, Τενέδου και των Λαγουσών νήσων (Μαυρυών) ιδία των νήσων Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας επικυρούται, υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης των συναφών προς τα υπό την κυριαρχίαν της Ιταλίας διατελούσας νήσους, περί ων διαλαμβάνει το άρθρο 15. Εκτός αντιθέτου διατάξεως της παρούσης Συνθήκης, αι νήσοι, αι κείμεναι εις μικροτέραν απόστασιν των τριών μιλίων της ασιαστικής ακτής, παραμένουσιν υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν».
Σύμφωνα με το άρθρο 15 της Συνθήκης της Λωζάννης η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί των κάτωθι απαριθμουμένων νήσων, τουτέστι της Αστυπαλαίας, Ρόδου, Χάλκης, Καρπάθου, Κάσσου, Τήλου, Νισύρου, Καλύμνου, Λέρου, Πάτμου, Λειψούς, Σύμης και Κω, των κατεχομένων νυν υπό της Ιταλίας και των νησίδων των εξ αυτών εξαρτωμένων, ως και της νήσου Καστελλορίζου.
Περαιτέρω, το άρθρο 14 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων (10.12.1947) προβλέπει : «Η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα εν πλήρει κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου τας κατωτέρω απαριθμουμένας, ήτοι: Αστυπάλαιαν, Ρόδον, Χάλκην, Κάρπαθον, Κάσον, Τήλον, Νίσυρον, Κάλυμνον, Λέρον, Πάτμον, Λειψών, Σύμην, Κω και Καστελλόριζον, ως και τας παρακειμένας νησίδας».
Παρά το σαφές και αδιαμφισβήτητο κατά τα ανωτέρω διεθνές νομικό πλαίσιο με το οποίο ρυθμίσθηκαν τα θέματα κυριαρχίας της Ελλάδος στην περιοχή του Αιγαίου, η Τουρκία το αμφισβητεί, προβάλλοντας τελευταία τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών». Προφανώς κατά εφαρμογήν της ανωτέρω θεωρίας, τουρκικές ακταιωροί συνεχίζουν να παραβιάζουν τα Ελληνικά Χωρικά Ύδατα. Οι Κυβερνήτες των τουρκικών ακταιωρών αρνούνται επί μονίμου βάσεως να συμμορφωθούν με τις υποδείξεις του ελληνικού Λιμενικού Σώματος και να αποχωρήσουν από την περιοχή, την οποία επιμόνως χαρακτηρίζουν ως τουρκική επικράτεια.