Αλκιβιάδης
Γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του Κλεινία και της Δεινομάχης, η οποία άνηκε στην οικογένεια των Αλκμεωνιδών. Ήταν κοντινός συγγενής του Περικλή, ο οποίος, μετά από το θάνατο του Κλεινία στη μάχη της Κορώνειας (447 π.Χ.), έγινε ο κηδεμόνας του. Κατά συνέπεια νωρίς στερημένος από τον έλεγχο του πατέρα του, με μεγάλη προσωπική ομορφιά και κληρονόμος σε μεγάλο πλούτο, ο όποιος αυξήθηκε από το γάμο του, παρουσιάστηκε επίμονος, ιδιότροπος, εμπαθής και με την πιό αναιδή συμπεριφορά. Ούτε οι εκπαιδευτικοί της πρόωρης ανδρικής ηλικίας του προσέφεραν την καθοδήγηση που η παιδική ηλικία του στερήθηκε. Από τον Πρωταγόρα, τον Πρόδικο και άλλους έμαθε να γελά στις κοινές ιδέες της δικαιοσύνης, της μετριοπάθειας, των Θείων και του πατριωτισμού. Την επίμοχθη σκέψη και ασκητική ζωή του δασκάλου του Σωκράτη, ήταν σε θέση να θαυμάσει, αλλά όχι να μιμηθεί. Αντίθετα, η επιδεικτική ματαιοδοξία του, οι ερωτοδουλειές του, οι ακολασίες και οι ασεβείς διασκεδάσεις του έγιναν πασίγνωστες. Αλλά όσο μεγάλα κι αν ήταν τα ελαττώματά του, οι ικανότητές του ήταν ακόμα μεγαλύτερες.
Έλαβε μέρος στη Μάχη της Ποτίδαιας (432 π.Χ.), όπου σώθηκε από βεβαιο θάνατο από το Σωκράτη. Τη “χάρη” αυτή ανταπέδωσε στο Σωκράτη στη Μάχη του Δηλίου (424 π.Χ.). Ο Αλκιβιάδης είχε το θαυμασμό του Σωκράτη, και κάποτε είπε: “Η φύση του είναι τόσο όμορφη, χρυσή, Θεία και θαυμάσια ώστε ότι προστάζει σίγουρα πρέπει να γίνει, όπως η φωνή του Καλού”. Ως ανταμοιβή για την ανδρεία του, ο πλούσιος Ιππόνικος του έδωσε το χέρι της κόρης του.
Από αυτήν την περίοδο πήρε μια προεξέχουσα θέση στην αθηναϊκή πολιτική κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου. H οικογένειά του είχε από πολύ παλιά χρόνια σχέσεις με τη Σπάρτη και πιθανότατα ο πατέρας του διετέλεσε πρόξενος της Σπάρτης. Για αυτό το λόγο υπήρξε αρχικά φιλικός προς τη Σπάρτη και προς την ειρήνη. Για το λόγο όμως ότι οι Λακεδαιμόνιοι προτίμησαν να συνδιαλλαγούνμε το Νικία και όχι με αυτόν, λόγω του νεαρού της ηλικίας του έγινε στη συνέχεια ο ηγέτης των φιλοπόλεμων σε αντίθεση με το Νικία, και μετά από την ειρήνη του (421 π.Χ.) πέτυχε με ένα αδίστακτο τέχνασμα να εξαπατήσει τους Σπαρτιάτες πρεσβευτές και να πείσει τους Αθηναίους να δημιουργήσουν τη συμμαχία (420 π.Χ.) με το Άργος, την Ηλεία και τη Μαντίνεια. Μετά από την αποτυχία του Νικία στη Θράκη (418 π.Χ.- 417 π.Χ.) έγινε ο κύριος εμπνευστής της Σικελικής εκστρατείας, βλέποντας μια ευκαιρία για την πραγματοποίηση των φιλόδοξων σχεδίων του, που περιλάμβαναν την κατάκτηση της Σικελίας, για να ακολουθηθεί από αυτήν Πελοποννήσσου και ενδεχομένως της Καρχηδόνας (αν και αυτό φαίνεται να είναι μια ύστερη σκέψη). Η αποστολή αποφασίστηκε με μεγάλο ενθουσιασμό, και ο Αλκιβιάδης, ο Νικίας, και ο Λάμαχος διορίστηκαν στρατηγοί. Αλλά, το προηγούμενο βράδυ του απόπλου της αποστολής, συνέβη ο μυστήριος ακρωτηριασμός των κεφαλών του Ερμή, και ο Αλκιβιάδης κατηγορήθηκε όχι μόνο ως αυτουργός του εγκλήματος, αλλά και για χλευασμό των Ελευσίνιων μυστηρίων. Το αίτημά του για μια άμεση έρευνα απορρίφθηκε, υποχρεώνοντάς τον να πλέυσει με την κατηγορία να εκκρεμεί.
Σχεδόν μόλις έφθασε στη Σικελία κλήθηκε να γυρίσει πίσω για να παραστεί στη δίκη του, αλλά δραπέτευσε στο ταξίδι της επιστροφής και πήγε στη Σπάρτη. Εκεί, έπεισε τους Σπαρτιάτες να στείλουν το Γύλιππο να βοηθήσει τους Συρακούσιους και να οχυρώσουν τη Δεκέλεια στην Αττική, έτσι ώστε να στερήσουν από τους Αθηναίους τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τη γη τους όλο το χρόνο. Πέρασε έπειτα στη Μικρά Ασία, πείθοντας πολλούς από τους Ίωνες συμμάχους της Αθήνας να επαναστατήσουν εναντίον της και τον Πέρση σατράπη Τισσαφέρνη να υποστηρίξει με χρήματα και πλοία τη Σπάρτη. Αλλά σε μερικούς μήνες είχε χάσει την εμπιστοσύνη των Σπαρτιατών και οι οποίοι με την υποκίνηση του βασιλιά Άγιδος, του οποίου την προσωπική έχθρα είχε προκαλέσει (φημολογήθηκε ότι ο νεογέννητος γιός του Άγιδος συλλήφθηκε στην πραγματικότητα από τον Αλκιβιάδη), έδωσαν εντολή να εκτελεστεί.
Λαμβάνοντας εγκαίρως την πληροφορία αυτής της εντολής πήγε στον Τισσαφέρνη (412 π.Χ.) και τον έπεισε να υιοθετήσει την αρνητική πολιτική να αφήσει την Αθήνα και τη Σπάρτη να αποδυναμωθούν από τις μεταξύ τους εχθροπραξίες. Ο Αλκιβιάδης επιθυμούσε τώρα την επιστροφή στην Αθήνα και χρησιμοποίησε την υποτιθέμενη επιρροή του στον Τισσαφέρνη για να εξυπηρετήσει το σκοπό του. Ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον ολιγαρχικό Πείσανδρο, αλλά όταν αυτές δεν οδήγησαν σε κανένα αποτέλεσμα προσχώρησε στο στόλο στη Σάμο, που παρέμενε πιστός στη δημοκρατία και ανακλήθηκε στη συνέχεια από το Θρασύβουλο, αν και δεν επέστρεψε αμέσως στην Αθήνα. Διορισμένος ως διοικητής στην περιοχή του Ελλησπόντου, συμμετέσχε στη νίκη των Αθηναίων επί του Σπαρτιατικού στόλου στην Άβυδο (411 π.Χ.), την Κύζικο (410 π.Χ.) και ανέκτησε τη Χαλκηδόνα και το Βυζάντιο.
Στην επιστροφή του στην Αθήνα, μετά από αυτές τις επιτυχίες, καλωσορίστηκε με τον απροσδόκητο ενθουσιασμό (407 π.Χ.) όλα τα πρακτικά εναντίον του ακυρώθηκαν, και διορίστηκε στρατηγός με τις πλήρεις δυνάμεις. Η ανεπαρκής επιτυχία του, εντούτοις, σε Ανδρο και η ήττα στην Έφεσσο (407 π.Χ.) του υποπλοιάρχου του Αντιόχου, οδήγησε τους Αθηναίους στο να τον απομακρύνουν από την θέση του. Αποσύρθηκε κατά συνέπεια στη Καλλίπολη Θρακική Χερσόνησο.
Μετά από τη μάχη στους Αιγός Ποταμούς και την τελική ήττα της Αθήνας, διέσχισε τον Ελλήσποντο και βρήκε καταφύγιο με το Φαρνάβαζο στη Φρυγία, με το σκοπό την εξασφάλιση της ενίσχυσης του Αρταξέρξη ενάντια στη Σπάρτη. Σκοτώθηκε στη Φρυγία, το 404 π.Χ., υπερασπιζόμενος την οικία του από δολοφόνους. Για την προέλευση αυτών μπορούν ακόμη και σήμερα μόνο εικασίες να γίνουν.
πηγή http://istoria.exnet.gr/index.php?option=com_content&view=article&catid=100%3A–&id=1559&Itemid=8