Θεμιστοκλής

Θεμιστοκλής

Θεμιστοκλής

Ο Θεμιστοκλής γεννήθηκε μεταξύ 527 και 524 π.X., γιος του Νεοκλέους από το δήμο των Φρεαρρίων. Οι πληροφορίες για την καταγωγή της μητέρας του είναι αντιφατικές: πιθανόν καταγόταν από τη Θράκη ή από την Αλικαρνασσό ή από την Ακαρνανία. Ο Θεμιστοκλής δε φοίτησε στα εκπαιδευτήρια των γνήσιων Αθηναίων αλλά στο Κυνόσαργες, γυμνάσιο το οποίο προοριζόταν για παιδιά που δεν είχαν δύο Αθηναίους γονείς. Σε ηλικία 30 ετών πέτυχε να γίνει άρχων (493-2 π.Χ.) και στα 33 του εκλέχτηκε στρατηγός (490-89).

Η οικογένειά του ήταν πολυάριθμη. Από τον πρώτο γάμο του είχε πέντε γιους και τρεις κόρες και από το δεύτερο είχε άλλες δύο κόρες. Εμφανίστηκε στην πολιτική ζωή με την παράταξη των δημοκρατικών. Το 493 π.Χ. εκλέχθηκε άρχων και στη συνέχεια ασχολήθηκε με την ολοκλήρωση της πολεμικής και ιδίως ναυτικής προετοιμασίας των Αθηναίων. Το 481 π.Χ. χάρη σ?αυτόν συγκεντρώθηκαν εκπρόσωποι όλων των ελληνικών πόλεων στον Ισθμό, όπου αποφασίστηκε η από κοινού άμυνα των Ελλήνων εναντίον των Περσών. Δική του επιτυχία θεωρείται η νίκη στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.

Ο Θεμιστοκλής το 471 π.Χ. εξοστρακίσθηκε. Ο εξόριστος πολιτικός εγκαταστάθηκε στο Άργος και από εκεί κατέφυγε στην Κέρκυρα, διωκόμενος από τους Σπαρτιάτες και τους Αθηναίους. Στη συνέχεια μετέβη στην Ήπειρο, στο βασιλιά των Μολοσσών Άδμητο, ως ικέτης και από εκεί στην Πύνδα της Μακεδονίας. Ένα πλοίο τον μετέφερε στις ακτές της Ιωνίας αλλά και εκεί ο Θεμιστοκλής δεν ήταν ασφαλής και κατέφυγε στις Αιγές, στο Νικογένη. Ο Νικογένης, αφού τον φιλοξένησε κάποιο καιρό, έπειτα τον έστειλε στα ενδότερα της Ασίας και τον συνέστησε σε κάποιο Πέρση ευγενή από τα Σούσα. Από εκεί έστειλε επιστολή προς το νέο βασιλιά των Περσών Αρταξέρξη Α’, με την οποία του ζητούσε άσυλο. Ο βασιλιάς θαύμασε τη μεγαλοψυχία του άνδρα αυτού και του έδωσε την προθεσμία ενός έτους που είχε ζητήσει, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Θεμιστοκλής έμαθε την περσική γλώσσα και τα έθιμα της χώρας σε ικανοποιητικό βαθμό, ώστε να μπορεί να συνεννοείται με το βασιλιά.

Τιμήθηκε όσο κανείς άλλος Έλληνας. Εκτός των άλλων του παραχωρήθηκε η διοίκηση της περιοχής της Μαγνησίας, η οποία του επέφερε ετήσιο εισόδημα 50 τάλαντα και προμήθευε το τραπέζι του με ψωμί, της Λαμψάκου, που τον προμήθευε με κρασί, και της Μυούντος, που τον εφοδίαζε με κρέας. Ο Νεάνθης από την Κύζικο και ο Φανίας προσθέτουν και δύο άλλες πόλεις στη θεμιστόκλεια ηγεμονία, την Περκώτη της Μυσίας μεταξύ Αβύδου και Λαμψάκου, καθώς και την Παλαίσκηψη στην Τρωάδα κοντά στην Κεβρήνη. Και οι δύο πόλεις παρήγαν υφαντά που χρησιμοποιούνταν για τα ενδύματα και τις κλίνες. Έτσι, ο Θεμιστοκλής ζούσε με άνεση έχοντας μεγάλα εισοδήματα από τα κτήματά του στη Μικρά Ασία και ταξίδευε πότε στη Μαγνησία και πότε εντός της χώρας. Σε αυτούς τους τόπους είχε ένα είδος σατραπείας, πιθανώς με την υποχρέωση να αποκρούει τις εκ των δυτικών συνόρων επιθέσεις των Ελλήνων.

Για τη Μαγνησία ο Θεμιστοκλής έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Καθιέρωσε σ? αυτήν τη γιορτή των Παναθηναίων και τη «χοών εορτή». Ακόμη έχτισε ναό στην Κυβέλη, στον οποίο κατέστησε ιέρεια την κόρη του Μνησιπτολέμη, γιατί, χάρη σε κάποιο όνειρο το οποίο έστειλε η θεά, απέφυγε αυτούς που είχε στείλει ο Επιξύης, σατράπης της Άνω Φρυγίας, για να τον σκοτώσουν. Επίσης στη Μαγνησία μαρτυρείται η κοπή δίδραχμων νομισμάτων από άργυρο από το Θεμιστοκλή ως άρχοντα.

Ο Θεμιστοκλής έζησε ως κυβερνήτης της Μαγνησίας έως το 460 π.Χ. Τότε επαναστάτησε η Αίγυπτος και οι Αθηναίοι έσπευσαν να τη βοηθήσουν. Ο Πέρσης βασιλιάς ζήτησε βοήθεια από το Θεμιστοκλή και αυτός, μη θέλοντας να τον οδηγήσει εναντίον της Ελλάδας, δηλητηριάστηκε μόνος του αφού ήπιε αίμα ταύρου. Αυτή την άποψη για το θάνατό του παραθέτει ο Πλούταρχος. Αντίθετα, ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι πέθανε από κάποια νόσο.

Ο Θεμιστοκλής πέθανε σε ηλικία 65 ετών, το 460 π.Χ. Οι Μαγνήσιοι του παραχώρησαν έξω από τα τείχη τους το χώρο αναπαύσεώς του. Επιπλέον, αποδίδοντάς του τιμές ήρωα, έστησαν στην αγορά τους ανδριάντα γυμνό σε στάση προσφοράς σπονδής σε ένα βωμό, κάτω από τον οποίο βρισκόταν ένας ταύρος.

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι φίλοι του τον μετέφεραν κρυφά και τον έθαψαν στην πατρική γη, κάτι που δεν ήταν νόμιμο αφού είχε καταδικαστεί για προδοσία. Λέγεται ότι στο λιμάνι του Πειραιά βρέθηκε τάφος του επί του ακρωτηρίου Αλκίμου. Ωστόσο ο τάφος πιθανόν χρονολογείται μετά τη ναυμαχία της Κνίδου, τότε που ο Κόνωνας ξανάχτισε με περσικά χρήματα τα τείχη της Αθήνας.

πηγή  http://asiaminor.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=4479

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.