Μάχη των Πλαταιών
Το 479 π.Χ. ο Μαρδόνιος έστειλε τον βασιλία της Μακεδονίας, Αλέξανδρο Α΄, στην Αθήνα ώστε να διαπραγματευθεί με τους Αθηναίους την υποταγή τους στην Περσική Αυτοκρατορία. Την ίδια περίοδο βρισκόταν στη πόλη και μια πρεσβεία της Σπάρτης, η οποία προσπάθησε να αποτρέψει τους Αθηναίους να υποταχθούν. Έτσι ακούστηκαν και οι δύο απόψεις στη συνέλευση του δήμου και ο Αριστείδης ο Δίκαιος πρότεινε να ψηφίσουν οι ίδιοι οι κάτοικοι της πόλης. Φυσικά ο αθηναϊκός λαός απέριψε την πρόταση των Περσών.
Ο Μαρδόνιος, για να τιμωρήσει τους Αθηναίους, εκστράτευσε στην Αττική και κατέλαβε και κατέκαψε την Αθήνα, την οποία είχαν εγκεταλείψει οι κάτοικοι της όπως και όταν εισέβαλε ο Ξέρξης πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Τα γυναικόπαιδα στάλθηκαν στην Τροιζήνα και ο στρατός στη Σαλαμίνα. Ο Πέρσης στρατηγός έστειλε νέα πρεσβεία στους Αθηναίους βουλευτές στη Σαλαμίνα, με αρχηγό τον Ελλησπόντιο Μουρυχίδη, για να ζητήσει τη παράδοση των Αθηναίων. Όταν ο Μουρυχίδης παρουσίασε τις προτάσεις του ενώπιον της Βουλής των 500, ένας βουλευτής, ο Λυκίδης, λύγισε και εισηγήθηκε τη παράδοση της Αθήνας. Οι υπόλοιποι βουλευτές δώσανε αρνητική απάντηση στον Μουρυχίδη και τον εκδιώξανε από την αθηναϊκή επικράτεια ενώ τον Λυκίδη τον θανατώσανε δια λιθοβολισμού.
Οι Αθηναίοι φοβόντουσαν την αντίδραση του Μαρδόνιου και έστειλαν πρεσβεία στη Σπάρτη μια πρεσβεία τριών ανδρών, του Ξάνθιππου, του Κίμωνα και του Μυρωνίδη. Οι Έφοροι της Σπάρτης δεν τους απαντησουν για δέκα μέρες, προετοιμάζοντας κρυφά το στρατό που θα τους στέλνανε για βοήθεια.
Πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί έχουν κατηγορήσει τη στάση αυτή της Σπάρτης. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι έμπειροι στη στρατιωτική πολιτική Λακεδαιμόνιοι τα είχανε υπολογίσει όλα. Δεν απάντησαν απευθείας στους Αθηναίους πρεσβευτές, παρότι η απάντηση τους θα ήταν θετική για την Αθήνα, για να μην διαρρεύσει οποιαδήποτε πληροφορία σε λάθος πρόσωπα. Το λάθος πρόσωπο που φοβόντουσαν οι Σπαρτιάτες ήταν η πόλη του Άργους, που ενώ δήλωνε ότι παραμένει ουδέτερη στην αντιπαράθεση με τους Πέρσες, στην πραγματικότητα είχε μηδίσει. Οι Πέρσες προφανώς, προσφέρανε στη πόλη την πρωτοκαθεδρία στην εξουσία της Πελοποννήσου. Έτσι οι Έφοροι φοβόντουσαν ότι άμα οι Αργείοι μάθουν ότι μεγάλη στρατία των Σπαρτιατών θα εκστρατεύσει εκτός Πελοποννήσου θα είχανε ένα μεγάλο κίνδυνο στα μετόπισθεν, δίπλα στη πατρίδα τους. Έτσι όλα έγιναν τάχιστα, σε εννία ημέρες, ενώ η μυστικότητα διατηρήθηκε μέχρι και τη τελευταία στιγμή.
Συγκεντώθηκε ένας στρατός 45000 ανδρών, 5.000 Σπαρτιατών και 35.000 είλωτες και 5.000 λογάδες (επίλεκτα τμήματα στρατού). Ο στρατός έφυγε βράδυ από τη Σπάρτη και δεν πέρασε από τη χώρα του Άργους, για να μην τους αντιληφθούν. Αντίθετα κινήθηκαν δυτικότερα από το Ορέστειο της Μαιναλίας. Το επόμενο πρωί οι Έφοροι ενημέρωσαν τους Αθηναίους ότι ο στρατός ήδη έχει ξεκινήσει για να συγκρουστεί με τους Πέρσες. Ο στρατός είχε ηγέτες τον στρατηγό Παυσανία και ως συστράτηγο τον Ευρυάνακτα του Δωριέα. Στον Ισθμό ενώθηκαν και άλλες δυνάμεις Πελοποννήσιων, Ευβοιωτών, Αιγηνιτών και δυνάμεων από τη Δυτική Ελλάδα μαζί με τους Σπαρτιάτες.
Όταν βρεθήκανε οι Έλληνες στη Μεγαρίδα, ο Μαρδόνιος πληροφορήθηκε ότι κινούνται εναντίον του και αποσύρθηκε από την Αττική στην ανοικτή βοιωτική πεδιάδα, ώστε να δράσει το ιππικό του ευκολότερα. Στρατοπέδευσε βόρεια του ποταμού Ασωπού και έχτισε ένα ξύλινο οχυρό, ώστε άμα η μάχη δεν τους ευνοήσει να ανασυνταχθούν εκεί οι Πέρσες. Στην Ελευσίνα, ενώθηκαν με το συμμαχικό στρατό, 3.000 Μεγαρείς, 8.000 Αθηναίοι και 600 Πλαταιείς. Πέρασαν μέσα από τις ορεινές διαβάσεις των Ελευθέρων (σημερινό Γυφτόκαστρο) και το στενό των Δρυός Κεφαλών και έφθασαν στις Ερυθρές της Βοιωτίας. Ο Παυσανίας παρέταξε τον στρατό στους πρόποδες του όρους Κιθαιρώνα, απέναντι από τους Πέρσες, ώστε να προστατεύεται από το ιππικό τους αλλά και για να έχει στα δεξιά του το πέρασμα των Δρυός Κεφαλών, ώστε να ανεφοδιάζεται και να λαμβάνει ενισχύσεις. Οι Σπαρτιάτες με τους Τεγεάτες έλαβαν την δεξιά πλευρά της παράταξης, στο κεντρο οι υπόλοιποι Έλληνες, στα αριστερά οι Αθηναίοι με τους Πλαταιείς και τους Μεγαρείς. Ειδικά οι τελευταίοι ήταν οι μόνοι που είχαν στρατοπεδεύσει σε πεδινό έδαφος, λόγο έλλειψης χώρου.
Ο Παυσανίας περίμενε την πρώτη κίνηση να την κάνει ο Μαρδόνιος και αντίστοιχα ο Πέρσης στρατηγός περίμενε τον Σπαρτιάτη να κινηθεί πρώτος. Ο μεν Παυσανίας ήθελε να αποφύγει το περσικό ιππικο και ο δε Μαρδόνιος ήθελε να το χρησιμοποιήσει ο κύριο όπλο κρούσης. Ο Μαρδόνιος για να επιτύχει να βγάλει τους Έλληνες στην πεδιάδα, έστειλε μερικές ίλες του ιππικού του εναντίον των Μεγαρέων, που είχανε στρατοπεδεύσει σε πιο πεδινό έδαφος, για να τους παρενοχλήσει. Αρχηγός τέθηκε ο Μασίστιος. Οι Μεγαρείς προσπάθησαν να συπτύξουν το μέγεθος της παράταξης τους αλλά ο χώρος δεν τους το επέτρεπε, ταυτόχρονα πιο πολλές ίλες ιππικού και τοξοτών τους επιτεθόντουσαν. Βλέποντας αυτή τη κατάσταση ο Παυσανίας έστειλε 300 Αθηναίους λογάδες υπό τον Ολυμπιόδωρο του Λάμπωνα να βοηθήσουν τους δοκιμαζόμενους Μεγαρείς. Οι Αθηναίοι κυκλώσανε μια από τις πρώτες ίλες που συγκρούστηκαν με τους Έλληνες. Εκεί ήταν ο ίδιος ο Μασίστιος στη πρώτη γραμμή. Το άλογο του σκωτώθηκε και ο ίδιος πεζός συνέχισε να μάχεται. Ένας Αθηναίος διαπέρασε, με το δόρυ του, το μάτι του Πέρση ιλάρχη και τον σκώτωσε. Ακολούθησε μια μάχη, ίδια με αυτές που περιγράφονται στην Ιλιάδα του Ομήρου, πάνω από το σώμα του Μασίστιου. Οι Πέρσες και οι Έλληνες μαχόνταν για το ποίος θα το κρατήσει. Τελικά οι Πέρσες υποχώρησαν και οι Έλληνες κράτησαν το πτώμα και το περιέφεραν στο στρατόπεδο ως τρόπαιο της πρώτης τους νίκης.
Μετά από αυτή την αψιμαχία, ο Παυσανίας έλαβε μια απόφαση που ακόμα δεν έχει εξηγηθεί από τους ιστορικούς με βεβαιότητα. Αποφάσισε να στρατοπεδεύσουν πιο βορειοδυτικά, σε ένα τόπο πλούσιο σε πηγές με καθαρό νερό και με λίγους λόφους για κάλυψη από το ιππικό αλλά σαφώς πιο πεδινό. Επίσης με αυτό το τρόπο εγκατέλειπε το πέρασμα των Δρυός Κεφαλών, το οποίο κατέλαβαν οι Πέρσες μετά τη μετακίνηση των ελληνικών στρατευμάτων. Στα νοτιανατολικά της νέας θέσης, προς το παραπόταμο Μολόεντα, σε έναν λόφο παρατάχθηκαν οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες, αυτοί ήταν η δεξιά πλευρά του στρατεύματος. Στο λόφο στα βορειοδυτικά, με το όνομα Πύργος, παρατάχθηκαν οι Αθηναίοι με τους Πλαταιείς και τους Μεγαρείς, αυτό ήταν το αριστερό κέρας της παράταξης. Ενδιάμεσα των δύο λόφων παρατάχθηκαν όλοι οι άλλοι Έλληνες, σε πιο ομαλό έδαφος. Το δεξί κέρας περιελάμβανε 45.000 Σπαρτιάτες και 1.500 Τεγεάτες. Στο κέντρο παρατάχθηκαν 5.000 Κορίνθιοι, 300 Ποτειδαιάτες, 600 Αρκάδιοι Ορχομενοί, 3.000 Σικυώνιοι, 800 Επιδαύριοι, 1.000 Τροιζήνιοι, 200 Λαπρεάτες, 300 Ερμιονείς, 1.000 Φλειάσιοι, 400 Χαλκιδείς, 500 Αιγηνίτες, 200 Παλείς, 500 Αμβρακιώτες, 800 Λευκαδίτες, 400 Μυκηναίοι και Τιρύνθιοι και 600 Ερετριείς και Στυρείς. Τέλος στο αριστερό κέρας έλαβαν θέση 8.000 Αθηναίοι, 600 Πλαταιείς και 3.000 Μεγαρείς. Οι ελληνικές δυνάμεις ήταν 39.000 άνδρες.
Ο Μαρδόνιος βλέποντας μια ευκαιρία να του παρουσιάζετε παρέταξε το στρατό του κατά μήκος του Ασωπού με τους 30.000 Πέρσες απέναντι από τους Σπαρτιάτες και τους Τεγεάτες. Στο κέντρο παρέταξε τους 15.000 Μήδους, τους 25.000 Βάκτριους, τους 10.000 Ινδούς και τους 10.000 Σάκες. Απέναντι από τους Αθηναίους, τους Πλαταιείς και τους Μεγαρείς παρέταξε τους 50.000 μηδίσαντες Έλληνες. Δηλαδή παρέταξε τους Θηβαίους, τους Λοκρούς, τους Θεσσαλούς, τους Μακεδόνες και τους Φωκείς. Από όλους τους μηδίσαντες Έλληνες, όταν ξεκίνησε η μάχη, οι μόνοι που πολέμησαν με μένος εναντίον των συμπατριωτών τους, ήταν οι Θηβαίοι. Μόνο αυτοί είχαν συμφέρον από μια νίκη των Περσών, όλοι οι υπόλοιποι υποτάχθηκαν στη περσική εισβολή καθώς δεν μπορούσανε να αμυνθούνε μόνοι τους. Ο στρατηγός Αρτάβαζος διοικούσε την εφεδρεία των Περσών στα μετόπισθεν, που αποτελούνταν από Θράκες, Φρύγες, Αιθίοπες, Αιγύπτιους και Μυσούς. Οι εισβολείς σύμφωνα με τον Ηρόδοτο ήταν 600.000 αλλά οι ιστορικοί τους υπολογίζουν στις 250.000.
Για δέκα μέρες οι αντίπαλοι έμειναν ακίνητοι χωρίς να εμπλακούν σε μάχη. Την ενδέκατη μέρα ο Θηβαίος Τιμαγενίδας έπεισε τον Μαρδόνιο να συγκαλέσει πολεμικό συμβούλιο. Στο συμβούλιο οι Θηβαίοι και ο Αρτάβαζος πρότειναν να υποχωρήσουν στη Θήβα για ανεφοδιασμό και να δώσουν μάχη σε άλλη τοποθεσία. Αντίθετα ο Μαρδόνιος επέμενε να μείνουν εκεί και να πολεμήσουν. Ο Αρτάβαζος υπονόμευε συνέχεια τον Μαρδόνιο και μια υποχώρηση εκείνη τη στιγμή θα μείωνε την αξία του τελευταίου και θα αύξανε την αξία του πρώτου στα μάτια του Ξέρξη. Έτσι λοιπόν αποφάσισε το επόμενο πρωί να γίνει μια γενική επίθεση στο σύνολο του ελληνικού μετώπου. Το ίδιο βράδυ ο βασιλίας της Μακεδονίας, ο Αλέξανδρος ο Α΄, πήγε στο ελληνικό στρατόπεδο και προειδοποίησε τους Έλληνες για το σχέδιο του Μαρδόνιου. Οι Αθηναίοι τον τίμησαν ως ευεργέτη τους, για αυτήν του τη πράξη, ενώ οι Σπαρτιάτες τον ονομάσανε “φιλέλλην”.
Μετά την πληροφόρηση από τον Αλέξανδρο ο Παυσανίας αποφάσισε να θέσει τους Αθηναίους απέναντι στους Πέρσες επειδή είχαν πολεμήσει εναντίον τους στο Μαραθώνα, άρα τους γνώριζαν καλύτερα. Ενώ οι Σπαρτιάτες θα λάμβανανε θέση απέναντι από τους Θηβαίους που τους γνώριζαν καλύτερα στο πεδίο της μάχης. Όμως ο Μαρδόνιος το κατάλαβε και προσπάθησε να αντιστρέψει και αυτός τα άκρα του. Έτσι ο Παυσανίας δεν προχώρησε στην δικία του αναστροφή. Αντίθετα αποχώρησε από τη θέση που ήταν με το στρατό του και κατέλαβε μια θέση νοτιότερα, ανάμεσα στις πόλεις Υσία και Πλαταιές. Η μετακίνηση αυτή ξεκίνησε από το βράδυ και θα ολοκληρωνότανε το επόμενο πρωί ώστε να την δει ο Μαρδόνιος και να νομίζει ότι οι Έλληνες υποχωρούν και να εμπλακεί μαζί τους σε μάχη, την οποία οι ίδιοι βεβαίως την περιμένανε. Τέτοιοι ελιγμοί στις ελληνικές φάλαγγες ήταν συνηθισμένοι αλλά μόνο οι Σπαρτιάτες τις εκτελούσανε αριστοτεχνικά. Έτσι αποφασίστηκε σε πρώτη φάση να αποσυρθεί το κέντρο των Ελλήνων από τη θεση Νησί στις Πλαταιές και να στρατοπεδεύσει εκεί. Στη δεύτερη φάση οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες θα αποσύρονταν το πρωινό ώστε να τους δει ο Μαρδόνιος και να επιτεθεί. Ταυτόχρονα θα προσποιούνταν ότι κάποια τμήματα αργούσαν να υποχωρήσουν για να τον δελεάσουν πιο εύκολα. Οι Αθηναίοι, οι Πλαταιείς και οι Μεγαρείς θα καλυπταν την φάση υποχώρησης των Σπαρτιατών.
Η πρώτη φάση ξεκίνησε αλλά δεν ολοκληρώθηκε με επιτυχία καθώς το κέντρο των Ελλήνων, μπερδεμένο από το σκοτάδι, παρατάχθηκε στο ναό της Ήρας, μπροστά στις Πλαταιές, σε απόσταση διπλάσια από αυτή που προέβλεπε το σχέδιο. Ο Παυσανίας δεν το γνώριζε αυτό και ξεκίνησε την επόμενη φάση του σχεδίου του. Το σώμα που αποφασίστηκε να μείνει πιο πίσω, δήθεν ότι άργησε να υποχωρήσει, ήταν ο λόχος του Αμομφεράτου. Το πρωί οι Σπαρτιάτες έμαθαν το τι συνέβη το βράδυ και έμαθαν επίσης και που βρισκόντουσαν οι Έλληνες του κέντρου. Οι Αθηναίοι προσπάθησαν να καλύψουν το μεγάλο κενό μεταξύ των παρατάξεων αλλά ήδη ο Μαρδόνιος είχε δει και είχε αξιολογήσει την κατάσταση. Διάταξε γενική επίθεση και καταδίωξη του αντίπαλου στρατού. Την επίθεση οδηγούσε ο ίδιος ο Μαρδόνιος και μάλιστα πέρασε πρώτος τον Ασωπό με το περσικό ιππικό, τους Ινδούς και τους Σάκες. Όλοι αυτοί έπεσαν με ορμή πάνω στην παράταξη των Τεγεατών και των Σπαρτιατών. Το περσικό κέντρο προσπαθούσε άτακτα να φτάσει στο ιερό της Ήρας για να βρεθεί με το ελληνικό κέντρο. Οι Αθηναίοι μαχόντουσαν εναντίον των Θηβαίων βόρεια της θέσης Νήσος, ανάμεσα στο λόφο του Πύργου και στο ιερό του Ανδροκράτους. Το σώμα του Αμομφεράτου ενώθηκε γρήγορα με τους υπόλοιπους Σπαρτιάτες και ανέστρεψαν πλευρά για να υποδεκτούν με ακόντια τους Πέρσες. Η πίεση όμως ήταν μεγάλη καθώς οι εχθροί ήταν περισσότεροι και έτσι ο Παυσανίας ζήτησε τη βοήθεια των Αθηναίων, μην γνωρίζοντας ότι οι συμμάχοι του ήταν αντιμέτωποι με τους Θηβαίους. Ο Αριστείδης ο Δίκαιος μάταια προσπαθούσε να μεταπείσει τους Θηβαίους να μην μάχονται τα αδέρφια τους. Όλην αυτή την ώρα η Σπαρτιατική φάλαγγα είχε καλυφθεί πίσω από τις ασπίδες και αμυνότανε, μόλις μεγάλες δυνάμεις Περσών τους κύκλωσαν και καθιστούσαν αδύνατη την δυνατότητα ελιγμών, ο Παυσανίας διέταξε τότε γενική επίθεση και όλο το μέτωπο πετάχτηκε μπροστά με κραυγές και επιτέθηκε στους Πέρσες.
Οι Πέρσες των πρώτων σειρών έχασαν την ορμή τους και προσπαθούσαν να υποχωρήσουν αλλά οι πιο πίσω σειρές τους εμπόδιζαν να πραγματοποιήσουν ελιγμούς. Μέσα στη σύγχυση ένας Σπαρτιάτης, ο Αρίμνηστος, εντόπισε τον Μαρδόνιο πάνω στο άλογο του και τον σκώτωσε. Ο θάνατος του αρχηγού τους σε συνδυασμό με την ορμή των Σπαρτιατών σάστισε τους Πέρσες και άρχισαν να υποχωρούν άτακτα. Την ίδια ώρα ο Αρτάβαζος με την εφεδρεία των Περσών αποχωρούσε από τη μάχη, ενώ πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι μπορούσε να αλλάξει την έκβαση της μάχης, αλλά ο Πέρσης στρατηγός δεν το έκανε αλλά προτίμησε να αποσυρθεί, σαν να προδίδει τον νεκρό Μαρδόνιο!
Οι Πέρσες υποχώρησαν στο ξύλινο οχυρό τους, ενώ οι Σπαρτιάτες τους ακολουθούσανε και προσπαθούσανε να εισχωρήσουν μέσα σε αυτό. Ταυτόχρονα οι Θηβαίοι, χάνοντας 300 μαχητές τους υποχώρησαν για τη Θήβα και οι Αθηναίοι τους καταδίωξαν μέχρι έξω από τα τείχη της πόλης τους και τους κατανίκησαν. Ακολούθως οι Πλαταιείς, οι Μεγαρείς και οι Αθηναίοι ενώθηκαν με τους Σπαριάτες και τους Τεγεάτες έξω από το οχυρό των Περσών και κατάφεραν να εισχωρήσουν, μέσα από ένα ρήγμα, κατασφάζοντας τους πάντες μέσα σε αυτό. Την ίδια ώρα οι δυνάμεις των Κορινθίων, των Φλειασείων και των Επιδαύριων δέχτηκαν τη σφοδρή επίθεση του θηβαϊκού ιππικού και έχασαν περίπου 600 άνδρες. Ο Ηρόδοτος εξιστορεί πως σώθηκαν μόνο 43.000 Πέρσες, αριθμός υπερβολικά μικρός ενώ οι Έλληνες χάσανε 1.300 άνδρες. Ο Έφορος αναφέρει 100.000 Πέρσες νεκρούς και 10.000 Έλληνες. Οι σύγρονοι ιστορικοί δεν έχουν υπολογίσει ακόμα τους νεκρούς αλλά μόνο εκτιμούν έναν αριθμό από τους 60.000 με 120.000 Πέρσες νεκρούς και αιχμαλώτους και 5.000 με 10.000 Έλληνες νεκρούς και τραυματίες.
Ο Αιγινήτης Λάμπωνας, βλέποντας τον Μαρδόνιο να πέφτει νεκρός και ενθυμούμενος ότι ο Ξέρξης αποκεφάλισε το πτώμα του βασιλία της Σπάρτης Λεωνίδα μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, είπε στον Παυσανία: “Ιδού η ευκαιρία να εκδικηθείς για τον αποκεφαλισμό του Λεωνίδα.” Εννοώντας να αποκεφαλίσει το πτώμα του Μαρδόνιου. Ο Παυσανίας απάντησε: “Λάμπωνα αυτές τις πράξεις τις κάνουν οι βάρβαροι και όχι οι Έλληνες.”