Οι Γερμανοί στην Θράκη

Είναι γνωστό ότι ενώ τα Ελληνικά στρατεύματα στην Βόρειο Ήπειρο και την Αλβανία είχαν κατατροπώσει τον Ιταλικό στρατό, γράφοντας ενδόξους σελίδες στην Ελληνική ιστορία, την 1η Μαρτίου 1941 η Βουλγαρία προσχώρησε στον Άξονα και αμέσως Γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στο έδαφός της. Το γεγονός αυτό προεξοφλούσε την επίθεση της Γερμανίας κατά της χώρας μας δια μέσω των Ελληνο-Βουλγαρικών συνόρων.

Στο χώρο της Θράκης, οι Γερμανοί διέθεσαν το 30ο Σώμα Στρατού, με την 50η Μεραρχία στον άξονα ΝΥΜΦΑΙΑ- ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ και μεγάλο αριθμό αεροσκαφών. Απέναντί τους, στην περιοχή της ΝΥΜΦΑΙΑΣ, υπήρχαν 2 Λόχοι Προκαλύψεως και η δύναμή του ομώνυμου Οχυρού (14 Αξιωματικοί και 364 Οπλίτες). Επίσης πιο πίσω υπήρχε και η Ταξιαρχία του Έβρου, με διοικητή τον υποστράτηγο Ζήση Ιωάννη (προς τιμήν του οποίου πήρε αργότερα το όνομά του στρατόπεδο στην Αλεξανδρούπολη στο τέρμα της οδού Ηροδότου) που ήταν διατεταγμένη από τη λίμνη Βιστωνίδα μέχρι τον Έβρο ποταμό. Υπό την ταξιαρχία υπάγονταν τα τάγματα προκαλύψεως Κομοτηνής, Σουφλίου και Διδυμοτείχου, δηλαδή επτά (7) λόχοι τυφεκιοφόρων και λόχος πυροβόλων, συνολικής δύναμης εκατό (100) αξιωματικών και δυο χιλιάδων (2.000) οπλιτών.

Την 6η Απριλίου 1941, περί 05:00 ώρα, άρχισε η επίθεση της 50ης Γερμανικής Μεραρχίας κατά των υψωμάτων ΔΡΑΓΑΤΗΣ και ΦΡΟΥΡΟΣ, τα οποία κατέλαβαν την 08:30 ώρα και από εκεί σφυροκοπούσαν το Οχυρό της Νυμφαίας. Παρά τα ολοήμερα δραστικά πυρά, οι προσπάθειες των Γερμανών, για κατάληψη του Οχυρού, αποτύγχαναν μπροστά στον ηρωισμό των υπερασπιστών του. Το ίδιο βράδυ, Γερμανικά πεζοπόρα τμήματα, που κινήθηκαν από δύσβατα δρομολόγια του όρους ΠΑΠΙΚΙΟ, κατέλαβαν την Κομοτηνή.

Το οχυρό Νυμφαίας, μολονότι ήταν απομονωμένο σε μία περιοχή ελεγχόμενη απόλυτα από τους Γερμανούς, που επείγονταν να διανοίξουν τις κατευθύνσεις προέλασης από την Κομοτηνή προς την Αλεξανδρούπολη και Καβάλα, συνέχιζε να αντιστέκεται. Παρά τις νυχτερινές επιθέσεις, το σφυροκόπημα του πυροβολικού, τις αλλεπάλληλες εφόδους πεζικού και το σφοδρό αεροπορικό βομβαρδισμό, οι Γερμανοί δεν κατόρθωσαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας (7η Απριλίου) να ανέλθουν στην επιφάνεια του οχυρού. Αργά το βράδυ περί της 21:00, ύστερα από δραστική βολή εκατό και πλέον πυροβόλων κάθε διαμετρήματος εναντίον των φατνωμάτων του οχυρού και την καταστροφή των οργάνων πυρός και των εξόδων του, οι Γερμανοί κατόρθωσαν να επικαθήσουν στην επιφάνεια του. Παρ’ όλα αυτά, το οχυρό συνέχισε να αμύνεται μέχρι τις 23:30, οπότε υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει, αφού είχε πλέον δημιουργηθεί αποπνικτική ατμόσφαιρα στο εσωτερικό του από καπνογόνες ύλες που έριξαν οι Γερμανοί μέσα από τις καταστραμμένες θυρίδες των πολυβολείων.
Τότε, ο Διοικητής του Οχυρού Ταγματάρχης Αναγνωστός Αλέξανδρος, με τη σύμφωνη γνώμη των Διοικητών Λόχων, διέταξε, περί την 23:30 ώρα, παύση πυρός και περί τα μεσάνυκτα, παρέδωσε το ηρωικό Οχυρό. Η γιγαντομαχία της Νυμφαίας, στοίχισε στους Γερμανούς 200 νεκρούς και 1.500 τραυματίες, ενώ οι απώλειες τη φρουράς του Οχυρού, ήταν 7 νεκροί και 23 τραυματίες.Το χάραμα της νέας ημέρας, ο Ταγματάρχης Αναγνωστός Αλέξανδρος οδηγείται αιχμάλωτος, μπροστά στον Διοικητή του 30ου Γερμανικού ΣΣ, ο οποίος, αφού σηκώθηκε από τη θέση του, έλαβε στάση προσοχής, του έσφιξε το χέρι και του είπε «Το Γερμανικό Έθνος δι εμού, συγχαίρει τους υπερασπιστές του Οχυρού, οι οποίοι επισκίασαν τη δόξα του Λεωνίδα και του Θεμιστοκλή…». Η απάντηση του Διοικητή του Οχυρού, ήταν : «Ουδέν πράξαμε, Στρατηγέ, παρά μόνον το καθήκον μας, σαν υπερασπιστές τμήματος του πάτριου εδάφους».

Στον τομέα Έβρου, τα τμήματα προκαλύψεως (100 περίπου αξιωματικοί και 2000 οπλίτες), μετά την πτώση του οχυρού νυμφαίας και την κατάληψη της Κομοτηνής, βράδυ της 7ης Απριλίου, αφού συμπτύχθηκαν σύμφωνα με το υφιστάμενο σχέδιο, επιβιβάσθηκαν σε μια αμαξοστοιχία και αναχώρησαν για Πύθιο και από εκεί για Τουρκία με τελικό προορισμό την Πέργαμο, εκτός από ένα μικρό τμήμα που συμπτύχθηκε προς τη Μάκρη για να μεταφερθεί με πλοία στη Σαμοθράκη και στη συνέχεια με ατμόπλοιο στο εσωτερικό της χώρας. Με την είσοδό τους στο Τουρκικό έδαφος, οι Τούρκοι, βάσει των κανόνων του Διεθνούς δικαίου, τους αφόπλισαν. Από τους Εγγλέζους του δηλώθηκε ότι έχουν τρεις επιλογές: Να επιστρέψουν πίσω στην πατρίδα ή να παραμείνουν εκεί και να εργασθούν μέχρι τη λήξη του πολέμου ή να μεταφερθούν στην Χάιφα για να ενταχθούν στον συμμαχικό στρατό.

Ο διοικητής όμως της ταξιαρχίας Έβρου, υποστράτηγος Ζήσης Ιωάννης, φέροντας βαρέως τον αφοπλισμό της ταξιαρχίας του, αυτοκτόνησε στις 9 Απριλίου στα Ύψαλα της Ανατολικής Θράκης με ένα περίστροφο που είχε κρύψει στις αποσκευές του. Οι Τούρκοι τον έθαψαν στα Ύψαλα, αφού προηγουμένως του είχα αποδώσει τις τιμές που αρμόζουν στον βαθμό του. Οι περισσότεροι αξιωματικοί και 1300 περίπου οπλίτες, από αυτούς που κατέφυγαν στην Τουρκία, πήγαν στη συνέχεια στη Μέση Ανατολή τον Ιούλιο του 1941, ενώ οι υπόλοιποι επέστρεψαν στην Ελλάδα το Φεβρουάριο του 1942. Επίσης το ίδιο βράδυ μία αμαξοστοιχία με μία μηχανή και ένα βαγόνι γεμάτη με Γάλλους υπαλλήλους των Γαλλικών Σιδηροδρόμων υπό τον Διευθυντή τους και Πρόξενο στη πόλη της Γαλλίας Χέϊτζ αναχώρησε για Τουρκία και από το Αϊβαλή πέρασαν με καΐκια στη Μυτιλήνη και από εκεί μέσω Χαλκίδας στην Αθήνα, όπου έφθασαν στις 21.5.1941, ημέρα κατάληψης των Αθηνών από τους Γερμανούς. Μαζί τους ήταν και ο συμπολίτης μας Αποστολίδης, γιατρός των Γαλλικών Σιδηροδρόμων.
Αναχώρηση των Αρχών

Στην Αλεξανδρούπολη το βράδυ της 6ης προς 7ης Απριλίου 1941, ενώ έφθαναν από το πολεμικό μέτωπο τα νέα ότι τα οχυρά στην Νυμφαία και τον αυχένα του Εχίνου άρχισαν να καταρρέουν και επίκειται η εισβολή των Γερμανών, κατέπλευσε στο λιμάνι το επιβατηγό πλοίο «ΕΣΠΕΡΟΣ» (κατά τον Σαράντο Καργάκο το πλοίο ονομάζετο «ΑΙΓΑΙΟΝ») και μετά από εντολή της Κυβέρνησης επιβιβάσθηκαν σε αυτό όλες οι αρχές της πόλης (ο Μητροπολίτης Ιωακείμ, ο Νομάρχης Δαμιανός Μοσχονάς, ο Δήμαρχος Αλτιναλμάζης, ο Διοικητής Χωροφυλακής Έβρου, που φρόντισε και την διεκπεραίωση αυτής της αποστολής, το προσωπικό των Δημοσίων Υπηρεσιών και ένας λόχος Παθητικής Αεράμυνας που είχε έδρα την Αλεξανδρούπολη), προκειμένου να μεταφερθούν στη Σαμοθράκη και από εκεί σε ασφαλές και ελεύθερο μέρος της Ελλάδας, εν όψει της επικείμενης εισόδου των Γερμανών στη πόλη. Έτσι στις 7 Απριλίου 1941, όταν τα Γερμανικά Στρατεύματα εισήλθαν στην Αλεξανδρούπολη, αντίκρισαν μια έρημη πόλη. Δεν υπήρχαν επίσημες αρχές για να διαπραγματευθούν μαζί τους την παράδοση και κατοχή της πόλης. Οι Γερμανοί διόρισαν προσωρινά ως Νομάρχη τον Γερμανομαθή Αναστάσιο Πίντζο και δήμαρχο τον Κωνσταντίνο Σαρίδι, γνωστό για τα φιλογερμανικά του αισθήματα. Οι δύο αυτοί είναι που είχαν την πρωτοβουλία της σύνταξης της επιστολής προς τον Χίτλερ εκ μέρους της επιτροπής του λαού της Αλεξανδρούπολης.

Το παράδοξο όμως είναι η εμπλοκή του Μητροπολίτη Μελέτιου, με πολλούς αγώνες στη διαδρομή του. Ο Επίσκοπος Πατάρων Μελέτιος, ήταν Μητροπολίτης στα Πάταρα της Πισιδίας στην Τουρκία. Το 1920 καταδικάσθηκε από Τουρκικό Δικαστήριο σε θάνατο για αντιτουρκική προπαγάνδα, αλλά ισχυροί φίλοι του στην Τουρκία φρόντισαν να μετατρέψουν την ποινή αυτή σε ποινή εκτόπισης. Σύμφωνα με τον ιστορικό Βάσο Βογιατζόγλου (Η Πισιδία της Μ. Ασίας, 1978, σ. 146) «ακολούθησε το ποίμνιό του στην εξορία ως την Μικρή Αρμενία, αληθινός ποιμενάρχης και μάρτυρας σε όλους τους διωγμούς και εξευτελισμούς των Ελλήνων συμπατριωτών του. Στην Ελλάδα επέστρεψε από τους τελευταίους εξόριστους το 1924 και διατήρησε τον τίτλο του Επισκόπου Πατάρων, αφού αρνήθηκε να πάρει άλλη Μητρόπολη, παραμένοντας ως το θάνατό του δίπλα στο ποίμνιό του, στη Ν. Ιωνία). Ο Μελέτιος τότε διέμεινε στην Αλεξανδρούπολη, φιλοξενούμενος από τον Μητροπολίτη της πόλης Ιωακείμ Καβύρης, ο οποίος τον περιμάζεψε, διατηρώντας τον τίτλο του, χωρίς όμως να έχει οποιαδήποτε εξουσία Έτσι βρέθηκε τον Απρίλιο του 1941 στην Αλεξανδρούπολη και υπέγραψε αντί του αναχωρήσαντος Μητροπολίτη Ιωακείμ Καβύρη. Κατά τον Σαράντο Καργάκο « Ο Μελέτιος (Χρηστίδης) μαζί με τον ξακουστό Παπά-Ιωακείμ, υπήρξαν οι πιο θρυλικές μορφές του Ελληνισμού της Πισιδίας. Ο Μελέτιος σήκωσε και τον σταυρό της υποδοχής των Γερμανών. Πίστευε ότι μία καλή υποδοχή θα απέτρεπε μία νέα βουλγαρική κατοχή». Οι υπόλοιποι υπογράφοντες ήσαν επιχειρηματίες της πόλης, πλην του Γραμματέως, που ήταν Δημοτικός Υπάλληλος.

Σε συζητήσεις με παλιούς κατοίκους της πόλης, από όπου αναζήτησα πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες κατάληψης της πόλης από τους Γερμανούς και την αποστολή της ανωτέρω επιστολής στον Χίτλερ, κανένας δεν γνώριζε για την επιστολή αυτή. Οι περισσότεροι όμως εκτιμούν ότι αυτή ίσως να συντάχθηκε και να απεστάλη στον Χίτλερ, εν όψει των πληροφοριών που υπήρχαν ότι πιθανόν να έρθουν στην πόλη Βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής. Επειδή οι περισσότεροι παλαιοί κάτοικοι της πόλης είχαν νωπές τις άσχημες αναμνήσεις από την προηγούμενη Βουλγαρική κατοχή της πόλης, πιθανόν να σκέφθηκαν ότι καλόν θα ήταν να καλοπιάσουν τους Γερμανούς και εν προκειμένου τον ίδιο τον Χίτλερ, θεωρώντας ως «μη χείρων βέλτιστη» την παρουσία Γερμανών στη πόλη αντί των Βουλγάρων. Πιθανόν δε και να γνώριζαν κάποιοι εξ αυτών (ιδίως ο Γερμανομαθής Πίντζιος) ότι ο ίδιος ο Χίτλερ, από τη στιγμή που ανέβηκε στην εξουσία, προσπαθούσε να τεκμηριώσει επιστημονικά την άποψή του ότι Έλληνες και Γερμανοί έχουν κοινή καταγωγή, καθώς και ότι τα επιτεύγματα του γερμανικού πολιτισμού αποτελούν συνέχεια του αρχαιοελληνικού θαύματος. Άλλωστε ο ίδιος ο Χίτλερ στις 4 Μαΐου 1941 σε λόγο που εκφώνησε στο Ράιχσταγκ ανέφερε «Χάριν της ιστορικής αλήθειας οφείλω να διαπιστώσω ότι μόνο οι Έλληνες εξ όλων των αντιπάλων οι οποίοι με αντιμετώπισαν, επολέμησαν με παράτολμον θάρρος και υψίστην περιφρόνησιν προς τον θάνατον?». Κανείς όμως από όσους συζήτησα, δεν μπορούσε να αποκλείσει και την περίπτωση να υπέγραψαν την επιστολή αυτοβούλως ή κατόπιν συνεννόησης με τους Γερμανούς ή και μετά από προτροπή αυτών για να εξασφαλίσουν αξιώματα ή άλλα προσωπικά οφέλη. Κανένας όμως εκ των υπογραψάντων την επιστολή αυτή, μετά την απελευθέρωση συμμετείχε με οποιοδήποτε τρόπο στα κοινά της πόλης, ούτε έγινε ποτέ αναφορά για την αποστολή της ως άνω επιστολής. Ίσως να απομονώθηκαν από την κατακραυγή του κόσμου για την φιλογερμανική στάση τους κατά την αρχική περίοδο κατοχής της πόλης από τους Γερμανούς και δεν τολμούσαν να αναφερθούν σ΄ αυτήν. Η επιστολή αυτή, όπως αναφέρει το Γερμανικό περιοδικό που την δημοσίευσε, προέρχεται από τα Γερμανικά αρχεία και δημοσιεύθηκε μαζί με φωτογραφίες με εύζωνους και Γερμανούς στρατιώτες στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και στην Ακρόπολη αλλά και σε άλλα σημεία της Αθήνας καθώς και φωτογραφίες Γερμανών στρατιωτών και Ελλήνων πολιτών, για να αποδείξουν ότι οι Έλληνες δεν θεωρούσαν τους Γερμανούς ως κατακτητές.

πηγή http://ordoumpozanis-teo.blogspot.com

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.